Ο σεβάσμιος Οίκος της Ζωοδόχου Πηγής στην Κωνσταντινούπολη και 63 Αυτής Θαύματα (Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθόπουλου, έκδοση 1812)

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ ΤΟΥ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ

Σύγγραμμα περί συστάσεως του σεβασμίου Οίκου της

εν Κωνσταντινουπόλει ζωοδόχου πηγής, και των εν

αυτή υπερφυώς τελεσθέντων θαυμάτων.

Μεταφρασθέν μεν ως εν επιτομή είς την απλήν διάλεκτον προς κατάληψιν των απλουστέρων. Επιθεωρηθέν δε, και ως οίον τε επί το βέλτιον μετανεχθέν παρά τινος ευσεβούς Ιατροφιλοσόφου. Νυν δε τύποις εκδοθέν δι εξόδων και δαπάνης του εντιμοτάτου και φιλελεήμονος ΚΥΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ.

Όπως είη η Βίβλος αύτη πρός ιδίαν αυτού και των άλλων ευσεβών ψυχικήν ωφέλειαν.

Εν τω εις το Μαχμουτπασάχανι Ελληνικώ Τυπογραφείω. Εν έτει 1812.

ΣΤΙΧΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΖΩΟΔΟΧΟΝ ΠΗΓΗΝ

Το ύδωρ είναι άριστον και ο σοφός το λέγει

Όθεν κι' από τα φυσικά στοιχεία το εκλέγει.

Ύδατος προτερήματα ποίος δεν τα γνωρίζει

Ότ' είν αυτό ζωοποιόν έκαστος το ψηφίζει.

Ύδωρ το καθαρώτατον σ' όλην αυτήν την φύσιν

Τελεί πολλά φαινόμενα δείχνει σοφίας βρύσιν.

Δι' αυτού κι' η δύναμις η ύψιστος παρέχει

Ουράνια χαρίσματα, κανείς ας μην επέχη.

Λουτρόν το ύδωρ γίνεται ψυχικών μολυσμάτων

Και σώματος αγιασμός κατά των μιασμάτων.

Κ' η Θεοτόκος δι αυτού υπερφυώς δεικνύει,

Ενταύθα πολλά δυσίατα ευκόλως θεραπεύει,

Ψυχής και σώματος πληγάς αρρήτως ιατρεύει.

Λοιπόν με πίστιν ευσεβή το ύδωρ εκρροφείτε

Της ζωοδόχου μας πηγής δια να ιαθήτε.

ΥΠΕΡΥΜΝΗΤΕ

Κυρία Θεοτόκε.

Έκαστος όπου σώζεται, εκεί δικαίως και προστρέχει. Δια σου η σωτηρία ημών και απολύτρωσις Θεόνυμφε Δέσποινα, επί σοί άρα και προστρέχομεν μετα Θεόν, την χαρμόσυνον του Γαβριήλ σοι ωδήν προσαγοντές. Χαίρε η τέξασα τον Σωτήρα του κόσμου. Χαίρε η τα επίγεια τοις ουρανίοις συνάψασα. Χαίρε η Μήτηρ του Θεού η πρεσβέυουσα υπέρ ημών, και πάντων των του λαού αγνοημάτων, πολλά γαρ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου. Σύ δήπουθεν προς τοις άλλοις πολλοίς τε και μεγάλεις ευεργετήμασιν, εχαρίσω ημίν και δώρημα μέγιστον, και ως θησαυρόν ακένωτον τα θαυμάστα νάματα της παρ' ημίν ζωοδόχου πηγής, εν η εμφιλο χωρείς αριδήλως, την ιεράν σου καταπέμπουσα χάριν, του ιάσθαι τα των αυτή μετά πίστεως προστρέχοντων πάντων ανθρώπων νοσήματα, ών τινών τας θαυμασίους θεραπείας εξιστορεί αυτή η δέλτος, η και δικαίως ήδη επί σοι ανατίθεται, προσαγομένη ταπεινώς εις τους αχράντους σου πόδας παρ' εμού του ικέτου των κάτω που όντων και αφανών, η τινι γαρ ποτε εννομώτερον ανατεθείη, ειμή επί σοι Κυρία μου Θεοτόκε? ητις επισκέπτεις, και επισκιάζεις το τοιούτον ζωηρόν τε και ουράνιον ύδωρ. Συ γαρ εί ο δοξάζων τον ιερόν τούτον οίκον, ένδοξος οίκος γενομένη, εν ω κατώκησεν ο ύψιστος , και είδον και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος Κυρίου ον είδεν ο Ιεζεκιήλ. Επί σοί εποίησε μεγαλεία ο δυνατός, και κράτος εν βραχίονι αυτού, κατα τον Προφητάνακτα, και έσωσε των ανθρώπων το γένος. Συ υπάρχεις η προεικονιζομένη εκείνη κιβωτός, εν η περιείχετο η χρυσή στάμνος, αι πλάκες της διαθήκης, και η ράβδος του Ααρών, υφ' ης επλήγη καιρίως η ιοβόλος κάρα του βροτοκτόνου διαβόλου. Ενεκά σου το άσμα των ασμάτων προηγόρευσε , τις αύτη η προκύπτουσα, ωσεί όρθρος? κηρίον αποστάζουσα χείλεσι, μέλι και γάλα υπο την γλώσσα σου. Συ πάντως Κυρία Θεοτόκε σκέπη εί και προστασία, ουχ ότι του ζωηρρύτου τούτου νάματος , αλλά και παντώς του γένους των Χριστιανών. Επί σοί καγώ ο ελάχιστος ανατίθημι ταύτην την απαρχήν της ευλαβείας μου, τόδε της παραφράσεως βιβλίδιον, διηγούμενον τα ιερά σου θαυμάσια, εφ'ών εν πλατεί στόματι απανταχού κηρυχθώσι, και γένωνται ως λύχνος διαλάμπων τοις ποσί των ανθρώπων, και φως ζωηρόν ταις τρίβοις αυτών. Προσάγω δε τούτο απλούν και απέριττον κατ'εμέ τον εκφράσαντα, αμαθή όντα και ευτελή, μετά πολλής μέντοι ευλαβείας μου δώρον οφειλόμενον, όπερ υπό την σην διατελούν ιεράν σκιάν, ανώτερον γενήσεται παντός ψόγου, και άθικτον ταις ενέδραις της γλωσσαλγούς αθεΐας. Δέξαι τοίνυν, δέομαι , Κυρία Θεοτόκε, η όντως πηγή των αφθόνων ρείθρων του απείρου ελέους ταύτην αυτήν μοι την παραμικράν προσφοράν, και είθε μοι αντιβραβεύσεις ου πλούτον, ου δόξαν κοσμικήν, ειμή την τελείαν ειρήνην ψυχής ομού τε και σώματος, εμοίτε και παντί τω κόσμω, αυτάρκειαν των αναγκαίων αγαθών εν τω παρόντι βίω, εν δε τω μέλλοντι την απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών, α ητοίμασεν ο μονογενής Υιός του Θεού, και Φιλάνθρωπος Σωτήρ ημών Ιησούς τοίς αγαπώσιν αυτόν, γένοιτο γένοιτο!

Ο διάπυρος εν ευλαβεία ικέτης αυτής και οικτρός δούλος

Πρώην Σταγών Παΐσιος.

ΤΟΙΣ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΥΣΙ

Το Βιβλιάριον τούτο, ποθητοί μοι ομογενείς και συμπολίται, διαλαμβάνει περί συστάσεως της παρ' ημίν ζωοδόχου πηγής περί του εν αυτή θαυμασίου ύδατος, και περί των θαυμάτων όπου υπερφυώς και υπέρ πάσαν έννοιαν ανθρωπίνην τελούνται εις αυτήν, με την χάριν της αειπαρθένου Μαρίας και Θεοτόκου, προς παρηγορίαν του ανθρωπίνου γένους. Περί της οποίας Θεοτόκου δεδοξασμένα πανταχού ελαλήθη, ότι εγέννησεν εκ Πνεύματος αγίου τον ίδιον Υιόν και Λόγον του Θεού τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν , τον δόντα εις ημάς διά πολλών θεοπρεπών θαυμασίων, μετά τον Μωσαϊκόν νόμον, και αυτόν δή τον Ευαγγελικόν, εις τον οποίον συνίσταται αναντιρρήτως όλη η ανθρώπινος ευδαιμονία . Ευρίσκεται μεν το Βιβλιάριον τούτο εκδεδομένον , πλην με το να είναι είς δεινήν φράσιν Ελληνικήν , το καταλαμβάνουν πολλά ολίγοι. Όθεν ο Θεοφιλέστατος πρώην άγιος Σταγών Κύριος Παΐσιος, διά την μεγάλην ευλάβειαν όπου έχει πρός την Θεοτόκον, και διά την ψυχικήν του σωτηρίαν , επεχειρίσθη να εκθέση αυτό ατρύτοις πόνοις εις αυτήν την απλουστέραν των Ελλήνων διάλεκτον , και να το εκδώση εις τύπον , δια να είναι προχειροτέρα και ευκαταληπτοτέρα η ψυχωφελής αυτού μεταχείρησις. Προς τούτοις πρέπει να διηγηθώ ενταύθα και τι άξιον περιεργείας , οπού ηκολούθησεν εν ώ ήτον να γίνη η παρούσα έκδοσις , και να αφήσω είς τους αναγινώσκοντας να κρίνουν απαθώς , αν και τούτο δεν πρέπη να θεωρηθή ως ένα από τα θαύματα αυτής της ζωοδόχου πηγής. Έχει δε ούτως. Ο ρηθείς άγιος Σταγών θέλων να εκτελέση αυτήν την έκδοσιν , αφ' ού επήγεν είς άλλους , επήγεν και είς κάποιον Ιωάννην άνδρα θεοσεβή , και με ευλάβειαν εις τα θεία, διά να ζητήση και από αυτόν κάποιαν βοήθειαν. Ούτος μεν δεν απεποιήθη διόλου την θεάρεστον αίτησιν της Θεοφίλιας του , ηθέλησε δε να αναγνώση πρώτον το Βιβλίον , και έπειτα να κάμη μερικήν τινα συνδρομήν. Άρχισε να το διαβάζη, και αμέσως την ερχομένην ημέραν πίπτει εις μίαν ασθένειαν όπου οι περισσοτέροι των Ιατρών τον άφησαν ως απηλπισμένον. Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμενος , χωρίς να αναβάλλη καιρόν , διά κάθε ενδεχόμενον , επεχειρίσθη ιδίοις αναλώμασι την έκδοσιν του Βιβλίου αυτού , με απόφασιν διά να το αφιερώση εις τον ιερόν ναόν αυτής της ζωοδόχου πηγής , εξαιτούμενος το μέγα και πλούσιον έλεος της Θεοτόκου ψυχικώς τε και σωματικώς. Και ούτω διατεθής , στέλλει ευθύς άνθρωπον είς τον ιερόν αυτόν ναόν της Θεοτόκου , φέρει ύδωρ από εκεί , και πίνων κατα συνέχειαν ακορέστως και με πίστιν από αυτό , άρχισε κατ' ολίγον να αναλαμβάνη , όχι μόνον από εκείνην την τότε συμβάσαν είς αυτόν οξέαν ασθενείαν, αλλά και απο εν χρονίκον πάθος όπου ήδη σχεδόν εικοσιπέντε χρόνους τον έθλιβε. Και είς τούτον τον τρόπον με την βοήθειαν της Θεοτόκου ιδού έλαβε πέρας η έκδοσις του Βιβλιαρίου αυτού , προς ιδίαν του ρηθέντος Ιωάννου σωτηρίαν , και ωφέλειαν των συναδέλφων του Χριστιανών , και μάλιστα των ευρισκομένων εν τε τοις Ιατρείοις ( οσπηταλίοις ) , και εν ταις φυλακαίς , όπου κατά την θεάρεστον γνώμην όλου σχεδόν του γένους εξοδιάζεται πρός τοίς άλλοις , και το εισόδημα αυτού του ιερού ναού της ζωοδόχου πηγής. Είθε δε και διά της προς τους ασθενείς και τους εν φυλακή αυτής προμηθείας, συγκαταταχθείμεν τοίς εκ δεξιών προβάτοις εν τη ημέρα εκείνη τη φοβερά , κατα το Κυριακόν λόγιον.

Δέξασθε λοιπόν και αυτό το Βιβλίον ευμενώς και φιλοφρονως , ω ευσεβείς και φιλόχριστοι , εντρυφώντες και εις αυτό προς ψυχικήν τε και σωματικήν παραμυθίαν, και παρορώντες , αν και τι εσφαλμένον εύρητε εις αυτό, και εύχεσθε υπέρ της υγείας , και σωτηρίας αυτού του θεοσεβούς ανδρός Ιωάννου Προσκυνητού , ου μην δε αλλά και υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού Βασιλείου υιού Αγαπίου Ιερέως , και Μαρίνης της του Ιωάννου , όπως αξιωθώσι και της μακαρίας εκείνης ζωής της αϊδίου μακαριότητος , ης γένοιτο και πάντας ημάς επιτυχείν διά πρεσβειών της αειπαρθένου Θεοτόκου , και πάντων αγίων . Αμήν.

Ο Διορθωτής.

Λόγος διαλαμβάνων τα περί της συστάσεως του σεβασμίου Οίκου της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, της αειζώου πηγής , έτι δε και περί των εν αυτώ τελεσθέντων υπερφυώς θαυμάτων κατά μέρος διήγησιν, αφ’ού συνέστη μέχρι της σήμερον. Συγγραφείς παρά Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθόπουλου.

Εάν τις οδοιπόρος απεράση από καμμίαν πηγήν , έχουσαν γλυκύ , και ψυχρόν ύδωρ , και μάλιστα φλογισμένος ων και αυτός από την καύσιν του ηλίου , και από τον κόπον της οδοιπορίας, βέβαια δεν ήθελε μακρυνθή , και παραχωρήση από αυτήν την πηγήν άνθρακας πυρός, κατά την παροιμίαν . Αλλά σύ Κυρία Θεοτόκε, εκπλύνασά με από τον συμβεβηκότα ρύπον , και καθαρίζουσα με την δύναμιν της χάριτός σου τα αισχρά έργα μου , και τας πολλάς μου αμαρτίας , και λαμπρύνουσα τον άγονόν μου νουν με την δόσιν των σών χαρίτων, αξίωσόν με να κοινολογήσω εις όλους τα ζωηφόρα σου ρείθρα, και να τα επιστάξω εις τα ώτα των διψόντων και δεομένων της παρά σου αμετρήτου βοηθείας, διότι ελπίζων εις την ασφαλή προστασίαν σου, θαρρώ να διηγηθώ τα άπειρα θαυμάσιά σου και τεράστια. Λοιπόν γένου προστάτις και οδηγός του λόγου μου, διά να δυνηθώ να πλεύσω εκτός ναυαγίου και κινδύνων εις το μέγα πέλαγος των ζωηρρύτων θαυμασίων σου, με το να είναι τολμηρόν το να επιχειρισθώ τοσούτον μέγα έργον, και να φθάσω είς λιμένα σωτήριον , δίχα της σης βοηθείας, καθότι ευκολώτερον είναι το να μετρήση τινάς των υδάτων το πέλαγος με ένα ποτήρι , ή να αριθμήση τα σταλάγματα της βροχής , ή την ψάμμον της θαλάσσης , παρά να δυνηθή να επαριθμήση τα εδικά σου θαυμάσια. Ότι και ο χρόνος αυτός, όσον πολύς και αν τρέξη, θέλει φανή ολίγος εις τον εκλεγόμενον και διηγούμενον τα σά, και προθυμούμενον αποδείξαι εις όλους τα άπειρά σου θαύματα, τόσον είναι αυτά ουράνια και θαυμάσια, οπού υπερνικώσιν ου μόνον ημάς τους ανθρώπους, τους οποίους βραχυτάτη απόρροια της θεϊκής αίγλης και λαμπρότητος συνίστησι και φωτίζει, αλλά και αυτάς τας αγγελικάς και ουρανίους ταξιαρχίας , οπού αμέσως φωτίζονται και αρδεύονται παρά του φωτός της Τρισηλίου Θεότητος , από τας οποίας ταξιαρχίας όλας ασυγκρίτως υπάρχεις τιμιωτέρα και ενδοξωτέρα. Προσέτι και χρόνου τινός βραχυτάτου τας χάριτας αν θελήση τις κατ’ αξίαν να διηγηθή , θέλει βέβαια αποκάμη , και παραιτούμενος , θέλει κηρύξη με την σιωπήν το μεγαλείον αυτών σου των θαυμασίων . Πλην ημείς προσλαβόντες ολίγην σταγόνα, τουτέστιν ολίγα τινα από το τόσον πέλαγος των θαυμάτων σου, θέλομεν τα διηγηθή , με το να είναι αδύνατον εις την φύσιν μας να τα περιλάβωμεν όλα, ή με λόγου δύναμιν να ερμηνεύσωμεν καν τα περισσότερα. Και ούτως εκ πρώτης αρχής πρέπει να διηγηθώ , πώς και πόθεν συνέστη και άρχησεν αυτή η ζωοδόχος πηγή, και ακολούθως να διηγηθώ κατά τάξιν και τα θαύματα τα αρχαία και τα τωρινά . Και λοιπόν κάμνων αρχήν του λόγου με την βοήθειαν της θείας σου χάριτος, ας εμφιλοχωρήσω μικρόν τι και ας διηγηθώ και της Κωνσταντινουπόλεως τα προτερήματα, η οποία κοσμείται μεν και από άλλα θαυμάσια πράγματα, όχι ολιγώτερον δε και από τα εντεύθεν άφθονα ρείθρα της ζωοδόχου ταύτης πηγής .

Έπαινος της Κωνσταντινουπόλεως.

Ποίος δεν ηξεύρει το κομμάτι της οικουμένης, δηλαδή την Κωνσταντινούπολιν, η οποία είναι ομφαλός της γης, ή να είπω καλύτερα η καρδία ταύτης ? Ο δε ποιητής ήθελε την ειπή ευπορίαν της γης και κοινόν σύνδεσμον της Ανατολής και της Δύσεως , η οποία συνερίζεται με την ευμορφίαν της , και εις την μεγαλειότητά της, εις την οποίαν συρρέουσιν όλα τα καλά των άλλων μερών της γής . Αυτή δε πάλιν , ως από κέντρου , ή από καρδίας , ωσάν μήτηρ φιλόστοργος αποδίδει απανταχού εις τα τέκνα της τα αγαθά της . Και έχει τοιαύτην αρμόνιον θέσιν , και ευφυέστατην γην, οπού καθώς την ιδή τινάς θέλει ειπή ότι πρέπει βέβαια να είναι καθέδρα Βασιλικής εξουσίας , και να έχη το κράτος και την υπεροχήν κατά πάσης της οικουμένης . Διότι είναι τετραμμένη , και βλέπει προς ανατολάς, ωσάν να προσαπαντά τον ανατέλοντα ήλιον, και προχωρεί από την γήν ως πορθμός σμιγομένη με το πέλαγος της θαλάσσης, θέλουσα τρόπον τινα μέ τούτο να φανερώση την φιλανθρωπίαν της, ορέγουσα χείρα βοηθείας εις τους πλέοντας οπού θέλουν να αράξουν εις αυτήν , και να θεωρήσουν τα φυσικά της κάλλη και προτερήματα , και τους λιμένας οπού έχει κύκλωθέν της , και την άφθονον θάλασσαν , ώστε εν ταυτώ να φαίνεται και νήσος και ήπειρος. Πλησίον της δε έχει και τας αντίπερα νήσους , ώσπερ δούλας προς υπηρεσίαν της, διά να προσφέρουν τα όσα ευρίσκονται είς αυτάς θαλάσσια εδώδιμα. Εν τοσούτω γή τε, και θάλασσα διερχομένη διά του στενού, αμιλλώνται οποία των δύω να την οικειοποιήθη, και να την δωρηφορήση με τα εδικάτης καλά, ως Βασίλισσαν. Διό απολαμβάνουσα αυτή η πόλις τα τε από γής και θαλάσσης αγαθά και προϊόντα , αποφεύγει τα λυπηρά και τας απορίας. Τοιούτον δε εύκρατον έχει αέρα με την καλήν θέσιν της, και με τόσην συμμετρίαν αυτός πνέει επάνωθέν της , οπού είναι άριστα συγκερασμένος, και οι κάτοικοί της τον εμπνέουσιν ήδιστα, και τοσούτον υπερβαίνει τους λοιπούς αέρας της γής, όσον αυτή διαφέρει κατά τα φυσικά της χαρίσματα. Ποίος ημπορεί να επαριθμήση τας νοστιμάδας της διά τας ράχας οπού έχει και τους κάμπους ? τα τρεξίματα των αερίων ποταμών , και τα άφθονα ρεύματα των υδάτων, αρμόδια προς γονιμότητα παντοίων φυτών και πωρικών ? και μήτε ορεινή είναι, μήτε υπτία και πεδεινή, σχηματιζόμενη εις κάθε φύσιν και είδος της ωραίοτητος. Αλλά τι σιωπώ τα μεγαλήτερα? Αύτη είναι εις τους ανατολικούς πατρίς των μαθημάτων, και διδάσκαλος της αρίστης σοφίας , και πάσης τέχνης και παιδεύσεως. Διότι καθ’ ένας απ’ εδώ την σοφίαν και γνώσιν των όντων πορίζεται, και από αυτήν την πόλιν διεδίδετο η ευσέβεια εις όλα τα έξω μέρη, και σχεδόν ήτον παρεκτίκη παντός αγαθού . Αποδεικνύεται δε τοιαύτη και διά τους θείους ναούς και τας χάριτας οπού έχει, και διά τα άλλα περικαλλή οικοδομήματα , τα οποία με την λαμπρότητά των αποδίδουσιν ουκ ολίγην την έκπληξιν εις τους θεατάς.

Έπαινος της Αγίας Σοφίας.

Προς τούτοις δε και ο μέγας και θείος ναός, ός τις από την σοφίαν οπού είχεν η πόλις έλαβε και την ονομασίαν, επιφέρει εις την πόλιν αυτήν τον πλέον αρμόδιον στολισμόν και πρέποντα εις την αυτής βασιλικήν εξουσίαν, διότι είναι και μεγαλήτερος, και κάλλιστος των απανταχού ναών της γής. Είναι δε ανώτερος πάντων και διά την μεγαλειότητα, και διά την τερπνότητα και εφαρμογήν οπού έχει , ώστε να συγκρίνεται και να παρομοιάζεται με τον κατάστερον ουρανόν , και να λογίζεται ότι είναι έργον θείας δυνάμεως . Και μιμείται την φύσιν της σοφίας, της οποίας επιφέρει το όνομα, και πάντοτε εφέλκει τον θεατήν , ως μετά βίας τινός προς την θεωρίαν του , με το να μην ημπορή να ιδή είς αυτόν πράγμα το ένα από το άλλο καλήτερον. Και τόσον είναι το μεγαλείον αυτού του ναού, οπού ο μη ιδών αυτόν να τον υποθέτει φάντασμα. Ο δε ιδών, να νομίζη ουκ ανθρώπινον το έργον , αλλά θείον , και οικείοτατον αφιέρωμα, δηλωτικόν ουκ άλλης πόλεως, αλλά της τοιαύτης. Και αν οι παλαίοι ποιηταί, ελάμβανον ύλην της ποιήσεώς των το τοιούτον έργον, άφηναν τα άλλα μυθολογήματα , και ενησχολούντο είς ταύτην την ποίησιν, ως έργον βέβαια και φιλοτέχνημα των κρειττόνων. Εγώ όμως δικαίως ήθελα τον ονομάσει φιλοτέχνημα της υπερουσίου Τριάδος, διά να είναι και εις την γήν εξαίσιον τι σκήνωμα του Κυρίου, και θείος τις οίκος ουρανίων τε και επιγείων, επιφέρων του άνω στερεώματος την ευπρέπειαν περισσότερον από κάθε άλλον ναόν. Αλλά και εις τους έξωθεν διαπλέοντας, πόρρωθεν προδεικνύει την πόλιν, φαινόμενος οία πυρσός μακρόθεν και βουνός, και εξ αυτού να συμπεραίνουσιν οι άνθρωποι και τα λοιπά καλλωπίσματα της πόλεως. Ημπορεί δε τινας να διαιρέση αυτόν εις τρία μέρη, εις το κατάγειον, εις το μέσον, και εις το ανώτερον και υψηλότερον, και οίον ειπείν αιθέριον. Τα δε διαβάματα και τα κυκλώματα οπού έχει, οι γεωμέτραι δύνανται να τα εννοήσωσι κατά τέχνην, αν και αυτοί δεν μένωσιν έκθαμβοι .

Βλέπει όμως πανταχού τινάς μίαν παράδοξον προσαρμογήν , το μήκος οπού έχει προς το πλάτος, και το βάθος προς το ύψος , συμπληρούσι τον ναόν με μετριότητα θαυμασίαν. Αλλά και αυτά τα τέσσαρα στοιχεία, ερίζοντα προς άλληλα έκαστον, οικειοποιείται τον ναόν. Ο μεν αιθήρ διά την πολλήν υψηλότητά του, η δε γή διά την βαθύτητα των θεμελίων του , ομοίως και ο αήρ διά την μεσαίαν του στάσιν . Το δε ύδωρ περιχεόμενον κύκλωθεν αυτού, ώσπερ τι όχημα γίνεται και τον οικειοποιείται . Ο δε ναός διά να λύση την εν αυτοίς έριν και φιλονεικίαν , χαρίζεται εαυτόν εις τους πάντας , εις μεν τον ουρανόν έχων υψηλά την κάραν, εις δε την γήν βαίνων επ’ αυτής στερεώς, το δ’ αληθέστερον υπέρ κατάληψιν ο ναός επ’ ουδενός εδραιζόμενος, ει μη εις την του Θεού παλάμην, ού και τω νεύματι και εκτίσθη άνωθεν, και συνέχεται έως τέλους. Και δεν σφάλλει τινάς, εάν τον καλέση στερέωμα του ουρανού , ή έσχατον όρον των καθ’ ημάς αγαθών. Και τοιαύτην καλλονήν και μεγαλειότητα έχει το θείον τούτο έργον, ώστε έκαστος και ευπορίαν και ύλην ικανήν έχει διά να επαινέση αυτόν. Αλλ’ ούτε είναι εύκολον και πρόχειρον του καθ’ ενός διά να δείξη τα μεγαλεία του. Αλλ’ άς επανέλθωμεν εις την προτέραν διήγησιν. Από αυτής λοιπόν της βασιλευούσης των πόλεων, τα χερσαία τείχη εις ολίγον διάστημα , καθ’ ό μέρος ήτον κτισμέναι και αι χρυσαί πύλαι προς δόξαν της, είναι τόπος, απέχων σχεδόν εν στάδιον με προτερήματα αρκετά, απ’ αρχής αφιερωμένος εις την κυρίαν Θεοτόκον, και με εύκρατον αέρα περικυκλούμενος , και με διάφορα δένδρα κατακοσμούμενος . Το δε πλείστον με φυτουργίαν κυπαρίσσων και πλατάνων, ός τις έχει κύκλωθεν χορτάρια ευθαλή και απαλά με άνθη διάφορα , τόσον δια στρομνήν καθίσματος, όσον και διά τροφήν βοσκημάτων. Εκείθεν αναβλύζουσα μία πηγή ύδατος καθαρά και ποτίμου, έφερεν είς την τοποθεσίαν μεγάλην χάριτα και νοστιμάδα . Εις το οποίον ύδωρ επισκύψασα και η θεία χάρις, το έκαμεν ενεργόν και ποιητικόν πολλών θαυμασίων . Αλλά διά την πολυκαιρίαν , και το ανεπιμέλητον του τόπου, επεσωρεύθη εκεί πηλός και λάσπη πολλή, και εκάλυψεν αυτό το ύδωρ. Ομοίως και η συνέχεια των πολλών δένδρων και θάμνων έκαμνε το ύδωρ αδιέξοδον , και εφαίνετο πόρρωθεν ο μεν τόπος λασπώδης και νοτερός , η δε πηγή εκείνη μόλις εγνωρίζετο από ολίγην τινα νοτίδα.

Θαύμα Πρώτον.

Ούτω λοιπόν ο τόπος διακείμενος, Λέων εκείνος , ός τις επωνομάζετο και Μακέλλης , τω όντι δε μέγας , πρίν να αναδεχθή τον βασιλικόν θρόνον, ών έτι εν τάξει ιδιώτου και χειροτεχνήτου, διερχόμενος ποτέ από εκείνον τον τόπον, ευρίσκει άνθρωπον πλανώμενον τυφλόν, και ευσπλαγχνιζόμενος αυτόν ( ός τις ήτον άνθρωπος αγαθός, και συμπαθητικός την γνώμην, και κατά πάντα σώφρων ) τον εκράτησεν από της χειρός, και προπορευόμενος τον οδήγει, δια να αποφύγη τα εμπόδια και τα σκολιά του δρόμου. Περιπατήσαντες δε πολλήν οδόν αμφότεροι, έφθασαν πλησίον του τέλματος. Ο δε οδηγούμενος τυφλός κατετρίχετο επί πλέον από την δίψαν, και ήτον έτοιμος διά να πέση, κατακαείς από την πολλήν καύσιν του ηλίου. Παρεκάλει λοιπόν τον Λέοντα , και συχνότερον τον ηνάγκαζε διά να παρηγορήση την μεγάλην του εκείνην δίψαν, και να καθήσουν υποκάτω από τον επίπονον εκείνον δρόμον. Τούτο ήτον βέβαια έργον της θείας προνοίας, η οποία πανσόφως οικονομεί τα πάντα. Και ο Λέων δια την προς τον πτωχόν ευσπλαγχνίαν περιετριγύριζεν εκεί εις τον ελώδη τόπον , διά να εύρη ολίγον ύδωρ, και να παρηγορήση τον τυφλόν. απροσδοκήτως δε ακούει μίαν φωνήν υψόθεν να λέγη: "Ώ Λέων, μην κοπιάζης μακράν, εδώ πλησίον είναι το ύδωρ". Καταπλαγείς δε είς την παράδοξον ταύτην φώνην πάλιν περιήρχετο εις εκείνον τον τόπον διά την εύρεσιν του ύδατος , και δεν εδύνετο να το επιτύχη παρευθύς , διά τον τελματώδη και λασπώδη τόπον, και διά την συνέχειαν των δένδρων. Διό και ήτον εις απορίαν και λύπην, ακούων εκείνην την φωνήν, και μη βλέπων ύδωρ.

Και εν τω αναμεταξύ οπού ηρεύνα ο Λέων κύκλωθεν το ύδωρ, πάλιν ακούει την προτέραν φωνήν οπού εκάλει αυτόν κατ’ όνομα, προσθέττουσα και την ονομασίαν του βασιλέως, οπού έμελλε μετέπειτα να αποκτήση . "Λέων Βασιλεύ, έλεγεν η φωνή εκείνη, εμβαίνων εις αυτό το κατάσκιον και πεπυκνωμένον έδαφος, άντλησεν από αυτό το φαινόμενον θολερόν νερόν, να δώσης εις τον τυφλόν να πίη και να θεραπεύσης την δίψαν του, και λάβε εις τας χείρας σου από την υποκειμένην λάσπην διά να αλείψης είς τά ομμάτια του, οποία δε είμαι εγώ οπού εξελεξάμην πρό καιρού τον τόπον τούτον, και αναπαύομαι είς αυτόν, μετ’ ού πολύ θέλεις το καταλάβη. Θέλω δε σε βοηθήση και σε ενδυναμώση , διά να δυνηθής να οικοδομήσης εδώ είς το όνομά μου ένα αρμόδιον ιερόν ναόν πρέποντα είς εμέ, εις τον οποίον όσοι προσέλθωσι μετά πόθου και ευλαβείας, και με επικαλεσθώσι μετά πίστεως αδιστάκτου, θέλουν λάβη διά της εμής δυνατής βοηθείας την απόλαυσιν των πρεπόντων αιτημάτων, τας ουρανίους δωρεάς, και των παθών ( τα οποία οι ιατροί δεν εδυνήθησαν να καταλαβουν ) τελείαν την ίασιν".

Όθεν πεισθείς ο Λέων είς την τοιαύτην ομιλίαν, και λαμβάνων ευθύς από τον πηλόν έχρισε με αυτόν τα όμματα του τυφλού , καθώς εχρίσθησαν ποτέ του εκ γενετής τυφλού, έπειτα λαμβάνων και από το ύδωρ , έδωκεν εις αυτόν να πίη όπου ήτον σχεδόν ημιθανής, ός τις επήρε παραχρήμα ανέβλεψε. Ώ των μεγάλων σου θαυμασίων θεογεννήτρια Κόρη. Σιλωάμ έγινεν εις τον τυφλόν τούτον το θολερόν ύδωρ και ο πηλός, επειδή ευθύς οπού εχρίσθη και ενίφθη , είδε το φώς , αποβαλών εκείνο το πολυχρόνιον σκότος και με υγιεινά όμματα έβλεπε παραδόξως τον ήλιον και την πέριξ τοποθεσίαν. Κατά πολλά ομοιάζει το θαύμα τούτο με εκείνο οπού έγινε τότε από τον Ιησούν Χριστόν εις τον Σιλωάμ. Διότι εκεί μεν ήτον πτύσμα, και πηλός εις διάπλασιν των οφθαλμών του εκ γενετής τυφλού, ενταύθα δε φωνή και πηλός είς εκτέλεσιν θαύματος παρομοίου. Πλήν δεν είναι παράδοξον το να κάμνη τα αυτά θαύματα και η μήτηρ , με εκείνα οπού έκαμεν ο υπέρ φύσιν παρ’ αυτής γεννηθείς Θεάνθρωπος Χριστός, μιμουμένη καθ’ όλα τον Υίον της. Αλλά φαίνεται μοι ότι και ο τυφλός , και ο χειραγωγήσας Λέων έπαθον, καθώς έπαθεν ο Σαούλ, ο οποίος εν ώ ηρεύνα τους όνους επέτυχε το βασίλειον. Ομοίως και ούτοι , ο μεν τυφλός εξ αιτίας της δίψης λαμβάνει την όρασιν, δηλαδή την βασίλισσαν των αίσθησεων, ο δε Λέων διά την εύσπλαγχνον γνώμην αποκτά την βασιλείαν, αντίδοσιν της φιλανθρωπίας του. Τόση είναι η μεγαλοδωρία της βασιλίδος Κυρίας Θεοτόκου, διά παραμικρά θεάρεστα έργα, ανταποδίδει μεγάλα και εξαίσια χαρίσματα.

Περί του ναού της πηγής , και της περιγραφής αυτού.

Αλλ’ ο μέγας Λέων έπειτα κατά την πρόρρησιν της Θεομήτορος αναβιβασθείς εις τον βασιλικόν θρόνον, ευθύς ανταμοίβει την ευεργέτιδα. Και δή καθαρίσας την λάσπην από εκείνον τον τόπον, και σκάψας εις βάθος πολύ, διαχωρίζει την φλέβαν του ύδατος αυτού από κάθε άλλην νόθον και περιττήν και αφ’ ού περιέφραξεν αυτήν με στερεάν οικοδομήν , ανεγείρει επάνω εις την πηγήν, και κτίζει ιερόν ναόν εις τιμήν της Θεομήτορος, ο οποίος ναός όσον είναι μέσα εις την γήν, άλλο τόσον φαίνεται και από την γήν επάνω. Επειδή στοχάζομαι ότι ανέρχονται τα θεμέλια αυτού από τα στερεά βάθη της γής, και έχουσι μεν σχήμα τετράγωνον, ποιούσι δε την θέσιν του ναού ετερομήκη, ώστε το πλάτος να είναι σχεδόν τριτημόριον του μήκους, και οι τείχοι μέσα στην γήν είναι ακαλλώπιστοι, ευγαίνοντες δε έξω από την γήν, φαίνονται με μεγάλην ποικιλότητα και προσαρμογήν κάλλιστον κατασκευασμένοι . Τέσσαρας στοάς καταγράφουσι, μίαν προς ανατολάς και άλλην προς δυσμάς, εις ύψος μετριώτερον πλησίον του ναού εστεγασμένας, των δε άλλων δύω μίαν περιορίζουσιν από το εν πλάγιον, και άλλην από το άλλο αι οποίαι καταλήγουσι και ακουμβούσιν εις τα τείχη οπού είναι εις αυτάς πλησίον.

Επάνω από αυτάς άλλαι καμάραι περιτρέχουσι κύκλω, μικρότεραι εις το μήκος, μένει δε και τόπος ανοικτός εις το μέσον διά να εμβαίνη το φώς του ηλίου, διά του οποίου φωτίζεται η κάτωθεν πηγή, και περιλάμπεται με φώς αρκετόν όλον το έσω μέρος. Επάνωθεν δε του ναού η θόλος ανεγείρεται, επικυρτουμένη σφαιροειδώς κατ’ ολίγον, είς βαθύτητα δε αρκετήν, με τόσην ωραιότητα, ωσάν να φαίνεται ουρανός ολολαμπής και αστράπτων, και έτερον οικοδόμημα ξεχωριστόν διαφράττει κύκλωθεν την πηγήν μετά θόλου κεκοσμημένου, ωσάν να απογεμίζη του ετερομήκους σχήματος του ναού το μέρος, οπού είναι από επάνω σφαλισμένον. Κατεσκεύασε δε ο τεχνίτης εικοσιπέντε βαθμίδας ήγουν σκαλοπάτια, από μάρμαρα καθαρά , διά να καταβαίνουν ευκόλως οι θεαταί, και να μην ολισθαίνωσιν υπό του πηλού . Η δε οροφή του θόλου είναι όλη κεχρυσωμένη με καθαρόν χρυσάφι, ομοίως και η κεφαλή του ιερού ναού, και όλα τα τοιχώματα φαίνονται ενδεδυμένα από γιαλί καθαρόν, και πανταχόθεν αστράπτει ο ναός . Η δε πηγή διάκειται σχεδόν εν τω μέσω κλίνουσα προς το εν μέρος έως οργείας δύω , ήτις αναβρύει ψυχρά και διαυγέστατα ύδατα , και περιφράττεται κύκλωθεν με μάρμαρα τετράγωνα και άλλων σχημάτων , εντέχνως κατασκευασμένα, έχουσα και μικρόν στόμιον διά εκείνους οπού θέλουν να αντλήσωσιν αυτής το ύδωρ, εμπρός του οποίου στομίου έχει και φιάλην με ολίγην κοιλότητα, και με οπάς διατετρυμμένην οπού να γεμίζωσιν οι θέλοντες τα αγγεία των. Από δε το μέσον του ναού διέρχεται το τρέξιμον του ύδατος πάντοθεν εμπεφραγμένον , χωρίς να φαίνεται. Και δύω μόνον τρύπας έχει ο σωλήν , η μία κατά το μέσον του ναού , και η άλλη πλησιάζει προς το ιερόν, όπου λαμβάνουσιν οι προσερχόμενοι με κάποιον κατασκευαστόν χουλιάρι από τον ιερόν εκείνον πηλόν προς υγείαν αυτών και κάθαρσιν.

Τούτο δε το θαυμάσιον ύδωρ είναι κατά την ποιότητα μέτριον, ούτε ψυχρόν , ούτε χλιαρόν , αλλά παντοίον γίνεται εις τους πίνοντας , ωσάν το πάλαι αδόμενον εκείνο ουράνιον μάνα. Είναι όμως κατά πολλά καθαρόν και ελαφρόν , και υπερνικά όλα τα άλλα , ωσάν οπού συνηθίζει να θεραπεύη τα εναντία , δηλαδή και τα θερμά και τα ψυχρά πάθη , με το να γίνεται το ύδωρ τούτο διά μεν εκείνα τα νοσήματα, εις τα οποία εμποδίζεται το ψυχρόν από τους Ιατρούς, ως χλιαρόν , γίνεται δε ως ψυχρόν , δια εκείνα τα νοσήματα οπού με την ψυχρότητα απαιτούσι, και τούτο με το να παριστά μετρίαν την ποιότητα . Αλλά πρέπει να διηγηθώ και εν άλλο αξιοθέατον πράγμα οπού άφησα. Όλος ο κύκλωθεν τοίχος της καμάρας έχει εζωγραφισμένας εικόνας από εξαίσια τινά πράγματα του Χριστού και της κυρίας Θεοτόκου, εις δε την μέσην του θόλου είναι εζωγραφισμένη παρά του ιδίου κτίστου η ζωηφόρος πηγή, και η κυρία Θεοτοκός κρατούσα εις τας αγκάλας της το πάγκαλον και προαιώνιον αυτής βρέφος, και φαίνεται ωσάν να αναβλύζη από τους κόλπους της εκείνο το καθαρώτατον και νόστιμον ύδωρ, το ζών, και αλλόμενον, το οποίον κατερχόμενον φαίνεται ως νεφέλη, και η μορφή της κυρίας Θεοτόκου, οπού ενατενίζει και χαρίζει εις αυτό το ύδωρ μίαν γόνιμον χάριν, ως πνεύμα Θεού εις αυτό επιφοιτώσαν , αμέσως από το ύδωρ αντανακλωμένη, λάμπει μέσα εις το ύδωρ αυτό, ως εζωγραφισμένη με θαυμασίαν λαμπρότητα, και απορεί ο θεατής, τάχα εκ του ύδατος ανέρχεται η είκων εις τον θόλον, ή εκ του θόλου αντανακλάται και ζωγραφίζεται είς το ύδωρ , καθώς η μορφή εις τον καθρέπτην ? Τέτοιος λοιπόν εστάθη ως εν συνόψει ο ναός , όπου έκαμεν ο Λέων , και τον ωνόμασε ζωοδόχον πηγήν, και τοιουτοτρόπως εξέλαμψεν εις το ύδωρ αυτής η θαυματουργός χάρις της Θεοτόκου .

Θαύμα Δεύτερον.

Μετά δε ταύτα και άλλοι φιλόχριστοι Βασιλείς εκαλλώπισαν αυτόν τον ναόν με προσθήκας οικοδομημάτων , και τον έκαμαν πλέον ωραιότερον , καθώς και ο Ιουστινιανός , ός τις ανακαινίσας ωκοδόμησεν ύστερον εις τιμήν της Θεοτόκου αυτόν τον ναόν υψηλότερον και περιφανέστερον , διά την ευεργεσίαν οπού έλαβε παρ’ αυτής , όταν έπασχεν αυτός ο Βασιλεύς εις την φούσκα του , με το να εμποδίζετο το φυσικόν τρέξιμον του ούρους του από μίαν υπόστασιν της πέτρας , η οποία έγινεν από μίαν σκληράν διαγωγήν και φαύλην δίαιταν , και με μεγάλον πόνον και αγώνα έκαμνε το ούρος του , και δεν εδυνήθη να θεραπευθή με την βοήθειαν των ιατρικών , αλλά το πάθος αυτό έφθασεν εις τόσην ακμήν , όπου απελπίσθη από τους ιατρούς η ζωή του , και εκινδύνευεν εις θάνατον . Διό ευρισκόμενος ο Βασιλεύς εις τοιαύτην κακήν κατάστασιν , εν ώ κατέκειτο μέσα εις την στρωμνήν του , περί μέσης της νυκτός ήκουσε μίαν φωνήν γλυκυτάτην να λέγη: "Αδύνατον είναι , ώ Βασιλεύ , να λάβης την προτέραν υγιείαν σου , εάν δεν πίνης από το εδικόν μου ύδωρ".

Ο δε Βασιλεύς μήτε την φωνήν τίνος ήτον εγνώρισε , μήτε ήξευρε το Ύδωρ αυτό εις ποίον τόπον ευρίσκεται , και ελυπείτο . Εις άλλην δε νύκτα , έξυπνος ών ο Βασιλεύς προς το ξημέρωμα , ενεφανίσθη αυτώ η κυρία Θεοτόκος με σχήμα σεμνόν και κόσμιον , και λέγει είς αυτόν : "Εγέρθητι από την κλίνην σου , και πορεύθητι παρευθύς εις την εδικήν μου πηγήν , και αμέσως πίε από το ύδωρ αυτής , και θέλεις λάβης την υγιείαν σου". Διό ο Βασιλεύς υπακούσας , επορεύθη εις την πηγήν της Θεοτόκου , και πίνων ευθύς χορταστικά από το ύδωρ της πηγής αυτής εθεραπεύθη από το πάθος του με την βοήθειαν της Θεοτόκου . Ότι το ύδωρ αυτό εξέβαλε τον εμπαθή λίθον από τα εντόσθια του Βασιλέως συντρίβων αυτόν και διαλύων, ως θείον ύδωρ και σωτήριον . Λοιπόν προς αμοιβήν της ευεργέτιδος Θεοτόκου , η οποία εχάρισεν εις αυτόν και την βασιλικήν εξουσίαν, ανήγειρεν επάνω εις τα πρώτα θεμέλια αυτόν τον νύν ορώμενον περικαλλή ναόν , διά να είναι υπόδειγμα και κύρηξ διαπρύσιος της μεγάλης ευεργεσίας οπού έλαβε . Πλήν δεν είναι περιττόν να κάμω την περιγραφήν και του τοιούτου ναού οπού εκτίσθη από μίαν βασιλικήν συνδρομήν . Αυτός ο ναός έλαβε φθοράν κατά καιρούς από διαφόρους σεισμούς , και ανακαινίσθη ,ώστε δεν φαίνεται τι λογής να εστάθη το πρώτον . Διά τούτο ας ερανισθώμεν την περιγραφήν του από τον ιστορικόν Προκόπιον τον Καισαρέα , ο οποίος εις τον καιρόν του έφθασεν εις καλητέραν κατάστασιν τα τοιάυτα περιλαλλή κτίρια , και λέγει ούτως .

Άς αρχίσωμεν από τους ναούς της κυρίας Θεοτόκου Μαρίας , της οποίας πολλάς εκκλησίας Ιουστινιανός ο Βασιλεύς ανήγειρεν εις πολλά μέρη της Ρωμαϊκής επικρατείας , τόσον μεγαλοπρεπείς και θαυμαστάς και πολυεξόδους , ώστε οπού μίαν εξ’ αυτών βλέπων τινάς να λογιάση , ότι μόνη αυτή ήτον ικανόν έργον βασιλικόν . Αλλά τώρα άς εξιστορήσωμεν τάς θεομητορικάς εκκλησίας του Βυζαντίου . Ένα ιερόν ναόν έκτισεν επ’ ονόματι της Κυρίας Θεοτόκου έμπροσθεν του περιβόλου εις τόπον καλούμενον Βλαχέρναις , και άλλον επί τώ αυτώ ονόματι εις τόπον καλούμενον ζωοδόχος πηγή , διά την χάριν οπού η Θεοτόκος έδωσε την υγιείαν του. Εκεί είναι πλήθος κυπαρισσίων έκατέρωθεν με πεδιάδα απαλήν , γεμάτην από άνθη ωραιότατα, εκεί η πηγή αναβλύζει ησύχως το ύδωρ το γαληνόν και πότιμον. Και αυτά είναι του τόπου τα προτερήματα . Την δε περιγραφήν του ναού μήτε με τον νουν μου δύναμαι να την σκιαγραφήσω , μήτε με λέξεις αρμοδίας εύκολον είναι να την παραστήσω . Τόσον δε μόνον φθάνει να είπω ότι υπερβαίνει τους άλλους ναούς εις την μεγαλειότητα και καλλονήν. Και αυτοί οι δύω ναοί εκτίσθησαν πρό του τείχους της πόλεως , ο μεν εις το περιγιάλι της θαλάσσης , ο δε πλησίον εις τας χρυσάς λεγομένας πύλας , δια να είναι και οι δύω φυλακτήρια και προπύργια εις το τειχόκαστρον της πόλεως . Και ταύτα μεν εδιηγήθησαν διεξοδικώτερον , διά να μάθη ο καθείς το πώς έγινεν εξ αρχής , και ποίοι είναι οι κτίτορές του . Αλλ’ ημείς άς μεταβώμεν με την προσήκουσαν ευλάβειαν εις την διήγησιν των θαυμασίων της ζωοδόχου πηγής , εξαιτούμενοι παρά της Θεοτόκου δύναμιν και φωτισμόν , διά να μην απαυδήσωμεν και σκοτισθώμεν από την πλημμύραν των θαυμασίων οπού εκτελούνται εις αυτήν την πηγήν.

Θαύμα Τρίτον.

Η Θεοδώρα γυνή του Βασιλέως Ιουστινιανού του μεγάλου είχε τινά συγγενίδα Γλυκερίαν ονόματι . Αυτή έπασχεν εις τα απόκρυφα μέλη της , μη δυναμένη να ιατρευθή . Τούτο μεν διά το δυσίατον και σφοδρόν του πάθους της , τούτο δε οπού εντρέπετο εις κάθε Ιατρόν να δειχθή , εκινδύνευεν η κόρη είς θάνατον . Εμφανισθείσα λοιπόν η παρθένος Θεοτόκος εις αυτήν , την προστάζει διά να πίη από το ύδωρ της εδικής της πηγής , και να χρίση το πάσχον αυτής μέλος από τον εκείσε πηλόν του ύδατος . Και τούτο ποιήσασα η Γλυκερία παρευθύς ιατρεύθη από το πάθος της.

Θαύμα Τέταρτον.

Ούτος ο Βασιλεύς Ιουστινιανός εν ώ εκυβέρνα την βασιλείαν των Ρωμαίων είχε κάποιον αξιωματικόν ευγενή Άρχοντα , ο οποίος ασθενήσας έλαβεν ιατρικόν παρά τινός Ιατρού ήτοι εις πολλήν δόσιν , ή ανάρμοστον εις το πάθος του και αντί να τον ωφελήση , τον έβλαψε περισσότερον . Διότι ηκολούθησεν εις αυτόν μία δίψα σφοδρά , και επροξένησεν εις τα εντόσθιά του μέγιστον πυρετόν και λαύραν. Θέλων δε να ελευθερωθή από την τοιάυτην καύσιν χωρίς να ακούση πλέον τον Ιατρόν , έπινε ψυχρόν νερόν αρκετόν , το οποίον εισερχόμενον μέσα εις τας φλέβας και ανοικτούς του πόρους επροξένησε ρήξιν των αγγείων εις τόσον βαθμόν, οπού άρχισε και έτρεχεν αρκετόν αίμα από τα εντόσθιά του, και μην ευρίσκωντας Ιατρόν διά να τον θεραπεύση από το τοιούτον πάθος , επλησίαζεν εις τον θάνατον . Η δε βασιλίς Θεοδώρα πάντοτε επαρακίνει τον άνωθεν Άρχοντα διά να προστρέξη εις το ύδωρ της ζωοδόχου πηγής , όπως λάβη την θεραπείαν του, προβάλλουσα παράδειγμα και την θεραπείαν του τε Βασιλέως , και της Γλυκερίας συγγενούς της . Καταπείθεται λοιπόν ο ασθενής , και μετ’ ευλαβείας και πίστεως προστρέχει εις την ζωοδόχον πηγήν , από το ύδωρ της οποίας πίνων, ηλευθερώθη από την ρύσιν του αίματος . Η θεραπεία αυτή ομοιάζει πως με εκείνην της εν τώ Ευαγγελίω αιμορροούσης . Πλήν εκείνη μεν ιατρεύθη απτομένη μόνον μετά πίστεως του κρασπέδου του Ιησού , ο δε Άρχων ούτος μετά της Γλυκερίας και του Βασιλέως με την ιδίαν πίστιν , πίνοντες και από το ύδωρ απηλλάχθησαν των παθών , τουτέστι μία πηγή ζωηρά ιάτρευσε την νοσώδη πηγήν αυτών των παθών . Και ποίος νούς ανθρώπινος δεν σκοτίζεται αδυνατών να επαριθμήση τα πολλά θαυμάσια της Θεομήτορος? Δια τούτο εν αμηχανία και απορία ευρισκόμενος και εγώ, εκείνα μόνον θέλω διηγηθή όσα είναι κεφαλαιώδη και επιφανή, και δύναμαι με την βοήθειαν της Θεοτόκου να τα διαλάβω.

Θαύμα Πέμπτον.

Άς περιγράψω λοιπόν και το θαύμα οπού έγινεν υπό της κυρίας Θεοτόκου εις την Ευδοκίαν αδελφήν του Βασιλέως Μαυρικίου. Αυτή από μίαν κακοχυμίαν εύγαλεν εις το βυζί ένα πάθος το πλέον μοχθηρόν από όλα τα πάθη , το οποίον οι Ιατροί το ονομάζουσι καρκίνον. Το πάθος αυτό κατ’ ολίγον λαβόν αύξησιν, περιεκύκλωσε τον μαστόν της , και έδιδεν εις αυτήν πόνους δριμυτάτους, ώστε να προκρίνη τον θάνατον από την ζωήν , και κατ’ ολίγον τόσον εξαπλώθη το πάθος, ωσάν τις γείτονας κακός, ώστε έμελλε να κυριεύση και το μέρος της καρδίας , και εντός ολίγου να φέρη εις αυτήν και τον θάνατον . Και με αυτήν συνέπασχον και ο αδελφός της Βασιλεύς Μαυρίκιος , και η Βασίλισσα η σύζυγός του . Αλλ’ η οξυτάτη βοήθεια της κυρίας Θεοτόκου επρόφθασεν εις αυτούς αθυμούντας και πάσχοντας , και φαίνεται την νύκτα η Θεοτόκος εις την Βασίλισσαν, λέγουσα: "Δεν πρέπει να ήσθε εις τοιάυτην λύπην και απορίαν , μήτε ν’ απελπισθήτε διά την νόσον της Ευδοκίας. Εάν αυτή προσέλθη εις τον ναόν μου, θέλει ελευθερωθή από το πάθος της". Η δε Βασίλισσα διϋπνησθείσα εταράχθη διά την τοιάυτην οπτασίαν , μη γνωρίσασα πόθεν ήτον το όνειρον, και ποίος ήτον ο ναός της φανείσης γυναικός . Ως τόσον εδιηγήθη το όραμα τούτο εις τας γυναίκας οπού ήτον μέσα εις τα βασίλεια . Όθεν η μία έλεγε δια τον ένα ναόν , και η άλλη δια τον άλλον , χωρίς να κάμουν καμμίαν βεβαίαν απόφασιν . Και λοίπον την ιδίαν νύκτα πάλιν ενεφάνη η κυρία Θεοτόκος εις την Βασίλισσαν , και με σφοδρότερα λόγια λέγει εις αυτήν : "Δεν σοί είπον εγώ να στείλης την αδελφήν σου εις τον ναόν μου διά να λάβη την θεραπείαν της?" Η δε Βασίλισσα της απεκρίθη με φωνήν πεφοβισμένην : "Δεν ηξεύρω εις ποίον από τα σκηνώματά σου κυρία να την στείλω, διά να τελειώσω την προσταγήν σου, με το να είναι πολλοί ναοί εν τη πόλει εις τιμήν του ονόματός σου". Και η κυρία Θεοτόκος απεκρίθη εις αυτήν : "Τα εδικά μου βασιλικά παλάτια είναι κατ’ εξαίρετον τρόπον έξω των τειχών της πόλεως, κατασκευασμένα με διάφορα πικίλματα, όπου ευρίσκεται και πηγή ύδατος νάματα ρέουσα υγιεινά και ιάσιμα , από τα οποία ευθύς οπού ήθελε πίη η άρρωστος αδελφή σου, παραχρήμα θέλει ελευθερωθή από το πάθος του καρκίνου". Λοιπόν αμέσως η Βασίλισσα ομού με την Ευδοκίαν διά νυκτός πριν να ξημερώση, προστρέχουσιν εις τον ναόν της ζωοδόχου πηγής. Και δή η Ευδοκία έπιε με πίστιν από εκείνο το ιερόν ύδωρ , βρέχουσα με αυτό και το πάσχον μέλος της, και χρίουσα αυτό με το έλαιον της κανδήλας, και εις ολίγων ημερών διάστημα ηλευθερώθη από αυτό το πάθος τη χάριτι των ζωηρρύτων υδάτων της Θεομήτορος .

Θαύμα Έκτον.

Αλλά πώς ημπορούμεν να σιωπήσουμεν και το θαύμα οπού έγινεν εις την Βασίλισσαν Ειρήνην? Αυτή είναι εκείνη οπού συνεκρότησε την εβδόμην σύνοδον . Ας διηγηθώμεν λοιπόν και τούτο. Βασιλεύουσα η Ειρήνη αυτή ομού με τον υιόν της Κωνσταντίνον, απόκτησεν εις τα υπογάστρια της το πάθος της αιμορροίας , και διά το πολύ αίμα οπού έτρεχεν , έφθασεν εις άκραν αδυναμίαν και ωχρότητα , οπού παντελώς απεκόπη η ορεξίς της, και δεν εδύνατο ούτε να φάγη, ούτε να πίη. και επήρε και πολλών Ιατρών ιατρικά χωρίς να δοκιμάση καμμίαν ωφέλειαν . Ώστε κατ’ ολίγον έλειψε παντελώς από αυτήν η θερμότης, και επλησίαζεν εις τον θάνατον. Τότε κάποιος πολίτης άνθρωπος εκ των τυχόντων, ός τις είχε δοκιμάση με την πείρα τα θαυμάσια της Θεοτόκου, εισχωρείεις τα βασίλεια, και λέγει εις την Βασίλισσαν: "Ύπαγε κυρία μου εις τον ναόν της ζωοδόχου πηγής , και βεβαιότατα λαμβάνεις απ’ εκεί την θεραπείαν σου". Η δε Βασίλισσα μ’ όλον οπού ήτον απελπισμένη από το να ιατρευθή , προστρέχει όμως εις τον ιερόν ναόν της πηγής , και πίνουσα από αυτό το ιερόν ύδωρ , ηλευθερώθη του πάθους της αιμορροΐας, και επέστρεψεν υγιής εις τα βασίλεια . Μετέπειτα εις ανταμοιβήν της ευεργεσίας έπεμψεν εις τον ιερόν της Θεοτόκου ναόν διάφορα χρυσοΰφαντα ιερατικά, και μαλαγματένια ποτήρια με μαργαριτάρια και πολυτίμους λίθους, διαφανώς κεκοσμημένα προς ιερατικήν υπηρεσίαν της αναιμάκτου θυσίας . Προς τούτοις έπεμψε και την ίδιαν βασιλικήν κορώνα του υιού της, δια να είναι και εις τους μετέπειτα χρόνους ως ένα σημείον προφανέστερον του τοιούτου θαυματουργήματος . Και επαρήγγειλε να ζωγραφήσουν αυτήν τε και τον Βασιλέα υίον της , εις τα πρόθυρα του ναού με τα άνωθεν δώρα είς τας χείρας , τα οποία είχον πρσφέρη είς την ζωοδόχον πηγήν, δια να είναι κήρυκες, και επαινέται των θαυμασίων της κυρίας Θεοτόκου. Και καθώς η αιμορροούσα εκείνη, ως λέγουσιν, ιατρευθείσα υπό του δεσπότου σωτήρος Χριστού, ανήγειρεν η πρώτη ένα κάλλιστον ανδριάντα ισόμετρον με το ανάστημα αυτού προς διαιωνίζουσαν μνήμην του ευεργετου, ούτω και αυτή η Βασίλισσα Ειρήνη ανήγειρε και εζωγράφισε του Ιησού Χριστού την θεανδρικήν εικόνα, ωσαύτως και της μητρός Του κυρίας Θεοτόκου.

Θαύμα Έβδομον.

Άς έλθωμεν ήδη και εις την άλλην Βασίλισσαν την Θεοδώραν , εκείνην λέγω , η οποία εγκωμίασε την Παναγίαν οπού είναι των όλων η Βασίλισσα . Η Θεοδώρα αυτή γυνή του Βασιλέως Θεοφίλου , η οποία είχε επίσημον γνώρισμα την ορθοδοξίαν , είχε μίαν θυγατέρα ωραιοτάτην και αστείαν, Θέκλαν το όνομα . Είς αυτήν ηκολούθησεν ασθένεια θέρμης, ήγουν πυρετών ατάκτων καθυπερβολήν. Και τόσην λάυραν και θερμότητα είχεν , οπού δεν εδύνατο άνθρωπος να κρατήση το χέρι του επάνωθέν της . Πάσχουσα λοιπόν ούτω πολύν καιρόν, παρεκινήθη από την μητέρα της διά να υπάγη εις τον ναόν της υπεραγίας Θεοτόκου της ζωοδόχου πηγής. Και πάραυτα οπού ήλθε και έπιεν, ως έλαφος διψώσα, από εκείνο το ιερόν ύδωρ , εσβέσθη η υπερβολική λαύρα και θερμότης οπού είχε, και εξέλιπε διόλου το πάθος της από το ιαματικόν ύδωρ της Θεομήτορος . Οθεν επέστρεψεν υγιής εις τον οίκον της, και έκαμε την ευχαρίστησιν με διάφορα χρυσά σκέυη, αρμόζοντα εις εκκλησιαστικήν υπηρεσίαν .

Θαύμα Όγδοον.

Άς μην αποσιωπήσμεν και το εξαίσιον θαύμα οπού έγινεν εις τον Πρωτοσπαθάριον Άρχοντα , ο οποίος από μίαν άκραν φλόγωσιν οπού ηκολούθησεν εις τα εντόσθια του απόκτησεν εσωτερικώς κάποια πρηξίματα δυσώδη , τα οποία με την πολυκαιρίαν και με την θέρμην αυξηθέντα και ωριμάσαντα , ανέδιδον διά του στόματος ύλην , και έμπυον βρομερόν , ησθάνετο και οδύνην δριμύτατην από τα μελη του , οπού ήδη ήρχοντο να σήπωνται , και εμποδίζετο παντελώς και από φαγητόν , και από πιοτόν , και μήτε αέρα καθαρόν εδύνατο χωρίς μεγάλον πόνον να αναπνεύση , με το να ήτον περιφραγμένος ο σύριγξ του πνεύμονός του. Όταν δε ανέπνεε τόσην δυσωδίαν ανέδιδεν , όπου ου μόνον οι παρεστώτες εβδελύττοντο , αλλά και αυτός ο ίδιος ενοχλούμενος από την δυσωδίαν της σαπράς ταύτης αποφοράς , ηύχετο να απαλλαγή το συντομώτερον από την τοιαύτην τεθλιμμένην ζωήν . Ήλθε λοιπόν και εκοιμάτο εις τον ναόν της κυρίας Θεοτόκου παρά το ιερόν ύδωρ . Όθεν εν μία των νυκτών είδε κατ’ όναρ μίαν γυναίκα σεμνοτάτη και ευηδεστάτην , και είχε πλησίον της δύω άνδρας ιεροπρεπείς γηραλέους , Γρηγόριοι ονομαζόμενοι και οι δύω , οπού συνεπορεύοντο όλοι εις τον ιερόν ναόν της Θεοτόκου , από τους οποίους ο είς ήτον ο Θεολόγος , ο δε έτερος ο Θαυματουργός της Νεοκαισαρείας Επίσκοπος . Από αυτούς ο είς εφαίνετο να είχεν εις τας χείρας του ποτήριον πολυτίμητον, οι οποίοι περιερχόμενοι τον ναόν, και τους ένδοθεν παρευρισκομένους, ήλθον και εις τον ρηθέντα Πρωτοσπαθάριον τον οποίον ευσπλαγχνιζόμενοι και οι δύω αυτοί Ιεράρχαι, με ένα σχήμα ταπεινόν και σεβάσμιον είπον προς την Θεοτόκον: "Δέσποινα, δεόμεθα σου βοήθησον αυτόν τον ασθενή" . Η δε κυρία Θεοτόκος λέγει εις τον θεολόγον Γρηγόριον: "Δός εις αυτόν με τας ιδίας σου χείρας από αυτό το προκείμενον ιερόν ύδωρ". Ούτος δε παραχρήμα, κατά την προσταγήν της, έκυψε δια να ποτίση τον ασθενή, ός τις πίνων από αυτό μετά πόθου, παρευθύς διά της υπερβαλλούσης χάριτος της κυρίας Θεοτόκου, ηλευθερώθη από το δυσώδες πάθος, και έλαβε την υγιείαν του. Τούτο το θαύμα εστάθη τρόπον τινά παραδοξότερον, καθότι όλαι αι πληγαί του σώματός του παραχρήμα δια του ύδατος εξηράνθησαν, οπού, ως λέγουσιν οι ιατροί, συνηθίζει αυτό να τας υγραίνη, και να τας βλάπτη.

Θαύμα Έννατον .

Και το εξής τούτο θαύμα δεν πρέπει να το σιωπήσωμεν, ωσάν οπού δεν είναι μικρότερον από τα λοιπά, και παριστά ότι και η Θεοτόκος ημπορεί να αναστήση νεκρούς, καθώς ο Θεάνθρωπος Υίος της, ο οποίος και ζωήν εχάρισεν εις τους νεκρούς και από τον τάφον τους έκαμε να αναστηθώσιν. Άνθρωπος τις από την Θετταλίαν εκ νεαράς του ηλικίας πόθον είχε πολύν διά να έλθη χάριν ευλαβείας εις τον ιερόν ναόν της ζωοδόχου πηγής, ωσάν οπού ήκουε την μεγάλην φήμην των πολλών θαυμάτων οπού εγίνοντο εις αυτήν, και υπεσχέθη καθ’ εαυτόν μεθ’ όρκου εις την Θεομήτορα διά να κάμη το τοιούτον ταξίδι του. Πλήν εμποδιζόμενος από τας πολλάς φροντίδας, και περιστάσεις του βίου του, ίσως και από συνέργειας του μισόκαλου δαίμονος, δεν ετέλειωνε την υπόσχεσιν του. Αλλ’ εις ένα καιρόν αρμόδιον περιφρονών κάθε εμπόδιον, και τας οικιακάς του φροντίδας, και εμβαίνων εις ένα καράβιον έπλεε δια την Κωνσταντινούπολιν. Κατά δε το μέσον της θαλασσοπορείας του ασθενήσας θανατηφόρως, άρραξεν εις τον λιμένα τον λεγόμενον Αθύρας, όπου και απέθανεν. Ψυχομαχών δε έκαμε παραγγελίαν εις τους συντρόφους του με αράς σφοδροτάτας, όπου να μην κάμωσιν εις αυτόν τα επικήδια έθιμα, μήτε εκεί να τον ενταφιάσουν, προτού να πηγαίνουν το νεκρόν του σώμα εις τον ναόν της ζωοδόχου πηγής, και εκεί κείμενον εκτάδην να χύσουν επάνωθέν του τρείς κουβάδες από εκείνο το ιερόν ύδωρ, και έπειτα εις εκείνον τον τόπον να το ενταφιάσουν, και παραγγέλων τα τοιαύτα εξεψύχησεν.

Οι δε συνοδοιπόροι συντρόφοι του πλησιάζοντες εις τον τόπον, τον έφεραν βαστακτόν επί των ώμων, κατά την παραγγελίαν του, και αποθέτοντες τον πλησίον της πηγής με τα νεκρώσιμα ενδύματα, έχυσαν επάνω του τρεις κάδδους από το αγίασμα. Τη αλήθεια φρικτόν το διήγημα, και μετά την χύσιν του τρίτου αντλήματος, ωσάν να έδωκεν εις αυτόν ψυχήν το ύδωρ τούτο, ανέστη και επήδησεν ο νεκρός, γινόμενος εις όλους παράδοξον θέαμα, και εφαίνετο ωσάν φάντασμα εις τους ορώντας το γεγονός. Λοιπόν όλοι οι συντρόφοι του χαίροντες και αγαλλόμενοι βλέποντες αυτόν ζωντανόν, τον ησπάζοντο, δοξάζοντες την ζωηφόρον πηγήν. Κατά πολλά ομοιάζει τούτο το θαύμα με εκείνο του Λαζάρου, τόσην μόνον διαφοράν έχει, ότι εις την ανάστασιν του τεταρταίου Λαζάρου, εχύνοντο δάκρυα με αναστεναγμούς, εις δε την ανάστασιν του νεκρού τούτου, εχύνετο τρις ύδωρ το της πηγής. Και προς τούτοις, ότι τούτου του θαύματος ήτον δημιουργός η Μήτηρ του Ιησού Χριστού, εις δε τον Λάζαρον ήτον ο ίδιος Υίος της. Αφ’ ού λοιπόν ανέστη ο Θετταλός, αξιωθείς τοιάυτης ευεργεσίας, γίνεται μοναχός εις την εκκλησίαν της ζωοδόχου πηγής, και ζών το επίλοιπον της ζωής του θεαρέστως, μετέβη εις την άλλην ζωήν. Ο δε τάφος του ευρίσκεται έμπροσθεν του ιερού ναού με λίθον επικείμενον, οπού φανερώνει τούτο το γεγονός, ώστε να μην διστάζη τινάς δια αυτό το θαύμα. Και δεν είναι τόσον παράδοξον, επειδή αν πιστέυωμεν ότι αι σκιαί και τα σουδάρια των αγίων Αποστόλων έκαμαν άπειρα θάυματα, πώς να μην κάμη η κυρία Θεοτόκος, οπού είναι ασυγκρίτως ανωτέρα εκείνων.

Θαύμα Δέκατον .

Άς έλθωμεν δε και είς άλλο θαύμα. Πολλάκις ο πανάγαθος Θεός σείει την γήν, διά να έλθωμεν εις αίσθησιν από τον φόβον μας, και να μείνωμεν στερεοί εις τα δόγματα της πίστεως, και να ευλαβώμεθα τα θεοπαράδοτα λόγια, μήτε εις έξεις ψυχοβλαβείς να εκδοθώμεν, λαμβάνοντες παράδειγμα και διδασκαλίαν και από αυτά τα άψυχα, τα οποία πείθονται εις το θέλημα του Θεού, και κινούνται διά να μας ελέγξουν, και να μας παιδεύσουν. Επιβλέπει ο Θεός ( λέγει ο ψαλμωδός ψαλ. ργ΄ ) επί την γην, και ποιεί αυτήν τρεμείν. Αλλά θέλει ειπή τινάς ότι τρέμει η γή κατά τους όρους της φυσεώς της. Και βέβαια αυτοί οι όροι της φυσεώς της, οπού θεμελιούνται εις εν πνεύμα . Τώ λόγω Κυρίου ( λέγει ο αυτός ψαλμωδός ψαλ. λβ΄) οι ουρανοί εστερεώθησαν, και τω πνεύματι του στοματός αυτού πάσα η δύναμις αυτών, ή απλώς εις ελκυστικήν δύναμιν, από τον οποίον πνεύμα συνέχεται ό , τε ουρανός , και η υδρώγειος της γης σφαίρα. Αυτοί, λέγω, οι όροι της φύσεως της πειθόμενοι τη θεία προνοία κινούνται, κινούσι και την γήν, η οποία ταραττομένη τεινάσεται εις τα έμπροσθεν και όπισθεν, και κατ’ άλλας διευθύνσεις. Και αν πολλάκις θείοι ναοί ταραττόμενοι υπό του σεισμού εκρημνίσθησαν εκ θεμελίων, και πολλά κειμήλια διεφθάρησαν, τούτο γίνεται κρίμασιν οίς οίδεν ο Κύριος, και καθότι ο Θεός δεν έχει χρείαν από αυτούς τους ναούς. Ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς, λέγει ο Απόστολος, κατοικεί ο Θεός, ος τις είναι υπέρ το πάν, και ανενδεής της ημών δοξολογίας. Οι ναοί κτίζονται από ημάς προς υμνολογίαν Θεού διά την σωτηρίαν μας. Γίνεται δε σεισμός και κατ’ άλλον τρόπον, είς τα βάθη της γής εξάπτονται θιάφια και άλλαι φλογιστικαί ύλαι, και ούτως η γη υποκάτω αναβράζει και ξεσχίζεται, και αναβρύει πολλάκις πηγάς υδάτων, και άλλοτε βυθίζει πράγματα μέσα εις τον βόθρον της, και πολλά όντα και ανθρώποι μέσα εις τα χάσματα της συγκατεχώσθησαν, και πόλεις ολόκληραι κατεποντίσθησαν, διότι ο αήρ είτε εισερχόμενος έξωθεν εις την γήν και αραιούμενος είτε από τας φλογιζομένας εκείνας ύλας εκτελούμενος, ζητεί διέξοδον και μη έχων αυτήν, κάμνει εις την γήν τας ταραχάς εκείνας και τας καταποντίσεις.

Από τον σεισμόν λοιπόν οπού γίνεται εις την γήν από αιτίαν, την οποίαν μόνος ο Θεός την ηξεύρει, εδοκίμασε ταραχήν και βλάβην και ο μέγιστος ιερός ναός της κυρίας Θεοτόκου . Αλλά και εις αυτήν του σεισμού την περίστασιν δεν έπαυσεν η Θεοτόκος θαυματουργούσα. Διά τα πολλά θαύματα οπού εγίνοντο εις την ζωοδόχον πηγήν συνέρρεον πλήθη ανθρώπων πανταχόθεν, και διέτριβον με αγαθάς ελπίδας παραμένοντες εις τον ναόν, και πέριξ του ναού. Διά να μην ακολουθήση δε όλεθρος, εν ώ ήτον να γίνη ο σεισμός, ας στοχασθή καθένας πως η κυρία Θεοτόκος απέβαλε του σεισμού αυτού τον μεγάλον κίνδυνον. Σάββατον εσπέρας ήτον, ότε έγινεν ο σεισμός, κάποιος σεμνόβιος μοναχός εσυνήθιζε να έχη την κλίνην οπού ανεπάυετο έμπροσθεν εις τας πύλας του ναού, διά να είναι έτοιμος εις τον καιρόν της ακολουθίας, και να μην εμποδίζεται. Ούτος λοιπόν ο μοναχός ευρισκόμενος εις την κλίνην του είδε κατ’ όναρ μίαν γυναίκα περιφανή, οπού εφόρει πορφύραν και άλλην πολυτέλειαν βασιλικήν, και είχε βάδισμα θαυμάσιον και μεγαλοπρεπές, η οποία ιστάμενη εις τας θύρας του αγίου ναού εγέμιζεν όλον εκείνον τον τόπον, η κεφαλή της έφθανεν εώς το υπέρθυρον, είχε και τους πόδας στηριγμένους εις την γην, τας δε χείρας εξαπλωμένας εκατέρωθεν εις σχήμα προσευχής, και ένα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι από την λευκήν και λαμπράν φορεσίαν των εφαίνοντο να ήτον ευνούχοι. Αυτοί περιετριγύριζον τον θείον ναόν βαστάζοντες εις τας χείρας των κουμάρια πήλινα, από τα οποία έβανον λάδι εις τας κανδήλας. Η δε θαυμασία εκείνη γυνή μεταβαίνουσα εκείθεν, εισήλθε μέσα εις τα άδυτα του ιερού, και με πολύν αγώνα, και ιδρώτα εδέετο εκεί υπέρ της του Θεού ευσπλαγχνίας. Έπειτα εγύρισεν οπίσω και εφώνησεν τον ρηθέντα μοναχόν, λέγουσα εις αυτόν: "Εγέρθητι όσον τάχος , και κρούσον το ξύλον της συνάξεως, διά να συναχθώσι και οι λοιποί διά να κάμουν εις τον άγιον Θεόν τας συνηθισμένας προσευχάς, διότι μετ’ ολίγον όλα τα εντάυθα φαινόμενα θέλουν υποπέση εις την οργήν του Κυρίου. Εις δε τα παιδία τα ανήλικα και εις τους πάντη αδυνάτους ασθενείς είπε να εξέλθωσιν όλοι από τον ναόν". Ηγέρθη λοιπόν ο μοναχός εκ του ύπνου, και έκαμε καθώς παρηγγέλθη κατ’ όναρ. Και διαβάζοντες του όρθρου την ακολουθίαν, έφθασαν έως εις την εβδόμην ωδήν, και ευθύς οπού ανεγνώσθη ο πεντηκοστός Ψαλμός ηκολούθησεν ο σφοδρός εκείνος σεισμός, και απειλούσε μέγαν τον κίνδυνον, και άρχισαν όλοι να φέυγουν, με το να ηνοίχθησαν παρευθύς αόρατως όλαι οι θύραι της εκκλησίας, οπού ήτον πρότερον ασφαλώς κεκλεισμέναι. Και ούτως εξήλθεν αβλαβές όλον το πλήθος των ανθρώπων, χωρίς να λάβη κανένας ουδεμίαν βλάβην και απώλειαν, ωσάν οπού έπεσε και η μισή καμάρα της εκκλησίας, δοξάζοντες την κυρίαν Θεοτόκον, οπού τους προεμήνυσε τον τοιούτον κίνδυνον. Τον δε ναόν ο Βασιλεύς Βασίλειος Μακεδών απεφάσισε να τον ανακαινίση.

Θαύμα Ενδέκατον.

Αυτός ο Βασιλεύς Βασίλειος τότε είχε λάβη τα σκήπτρα της βασιλείας, και διά τούτο εφιλοτιμήθη να κτίση τον ιερόν ναόν μεγαλήτερον και ασφαλέστερον. Πλην εμποδισθείς από μερικούς άρχοντας του, δεν το έκτισε μεγαλήτερον, πάρεξ ανώρθωσε, και με λιθοδόμων τέχνην ανήγειρεν εκείνον οπού είχε πέση. Έκαμε δε και ασφαλέστερον το ημισφαίριον του θόλου, και στολισμένον καθώς την σήμερον φαίνεται. Αφ’ ού λοιπόν ετελείωσεν η οικοδομή και ανακαίνησις, και επέρασε μερικός καιρός διά να ξηρανθή η υγρασία των τειχωμάτων, και να γίνουν επιτήδεια εις το να δεχθούν και την έσωθεν διά λεπτών ψηφίδων ζωγραφίαν. Εστήριξαν διαφόρους κλίμακας κάτωθεν έως άνω, και σανίδια εις τα οποία να σταθώσιν οι ζωγράφοι δια να ζωγραφίσουν, και να χρυσώσουν έσωθεν του ιερού ναού τα τείχη. Και αφ’ ού ιστόρησαν αρκετάς ιστορίας οι ζωγράφοι, και άρχισαν να ιστορήσουν την αγίαν Πεντηκοστήν, και την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος με τέχνην θαυμασίαν, τότε τα ποδαρικά των στήλων, και αι σκάλαι διά το υπερκείμενον βάρος εσάλευσαν και έπεσαν, και ακολούθως η επάνω των σανιδίων εκείνων επισκευή. Οι δέ ζωγράφοι και οι λοιποί τεχνίται οπού ευρίσκοντο εκεί, βλέποντες τον επικείμενον κίνδυνον της ζωής των, δεν εδυνήθησαν αλλό τι να κάμουν, ειμή πάντες ομοφώνως να βοήσωσι δακρυρροούντες, Θεοτόκε πάναγνε βοήθησον ημίν. Και ένας από αυτούς πλέον ενάρετος κύπτων προς τα κάτω, είδε παραχρήμα την κυρίαν Θεοτόκον, οπού ερρίφθη από τον άμβωνα με βίαν, και επρόφθασε να πιάση τας σκάλας, εν ώ ήτον διά να πέσουν. Και βαστάζουσα ιδίαις χερσί τα σαλευόμενα ξύλα δεν τα άφησε να πέσουν, έως όπου να καταβούν οι άνθρωποι. Και ούτω δεν έλαβε κανένας από αυτούς βλάβην, ή καμμίαν ενόχλησιν εις τα μέλη των. Τόσον ογλίγωρα έφθασεν η βοήθεια της κυρίας Θεοτόκου οπού τους ελύτρωσεν από τον κίνδυνον. Με την ιδίαν ταχύτητα φθάνει και διά όσους άλλους την επικαλεσθώσι μετά θερμής πίστεως, και μάλιστα μέσα εις αυτόν τον θαυμάσιον ναόν, όπου ρέουσι τα πολλά και μεγάλα θαυμάσια πάντοτε.

Θαύμα Δωδέκατον.

Και το εξής τούτο θαύμα δεν έχει ολίγον τον θαυμασμόν και την έκπληξιν. Κάποιαι εικόνες ήτον ζωγραφισμέναι εις την καμάραν του ναού όχι με χρώματα και βαφάς από κήρον, αλλά με λεπτάς ψηφίδας τεχνουργημέναι. Η μία ήτον της κυρίας Θεοτόκου, ακριβώς παριστώσα την είκονα της, και η άλλη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, αι οποίαι με την χάριν της κυρίας Θεοτόκου ενεργούσαν θαυμάσια. Αύται δε αι εικόνες, μ’ όλον οπού έπεσον ομού με τον επίλοιπον ναόν από τον γεγονότα σεισμόν, δεν έχασαν όμως την ζωηρότητα, και την αρχαίαν μορφήν των. Αυτάς τας εικόνας μετά την πτώσιν του ναόυ τας έρριψαν οι εκκλησιαστικοί εις ένα ανεπιμέλητον και κεκρυμμένον μέρος. Μία δε γυνή ονόματι Ελένη, σύζυγος του Άρχοντος Μαγίστρου Αρταβάσδου λεγομένου, έχουσα πατρόθεν ως κληρονομίαν την ευσέβειαν, και προς τα θεία πίστιν, υπάγει προς τον προεστώτα της εκκλησίας, και διά παρακλήσεως θερμής, και δόσεως χρημάτων ικανής, χάριν ευλαβείας παραλαμβάνει τα άνωθεν εικονίσματα, και φέρουσα αυτά εις τον οίκον της, τα έβαλεν εις μέρος αρμόδιον και ξεχωριστόν, και καθ’ εκάστην μετά χαράς και ευλαβείας ετίμα αυτά με φωταγωγίας και θυμιάματα. Εις μίαν λοιπόν νύκτα φαίνεται η κυρία Θεοτόκος εις τον ύπνον της, και καλών κατ’ όνομα, λέγει εις αυτήν: "Ελένη εγέρθητι, και λαβούσα την εικόνα μου, γύρισαι την εις τον οίκον μου, ότι δεν αγαπώ να ευρίσκωμαι εδώ". Η δε Ελένη αυτή είτε νομίζουσα φαντασίαν και απλώς όνειρον, και όχι θείαν αποκάλυψιν το πράγμα, είτε θεληματικώς παραβλέπουσα τούτο ως όνειρον, μη θέλουσα να υστέρηθη και τας εικόνας διά τον εις αυτάς πόθον της, δεν έκαμε την παραγγελίαν αυτήν. Πλήν πάλιν η Θεοτόκος ενεφανίσθη εις τον ύπνον της με την αυτήν θέσιν και μορφήν, και με ήθος οργίλον, και λέγει εις αυτήν: "Αφ’ ού εξυπνήσης, αν δεν φέρης την εικόνα μου εις το πρότερόν μου αγαπητόν σκήνωμα, καθώς και προ τριών ημερών σοί παρήγγειλα, ήξευρε, ότι θέλεις το μετανοήση, και θέλει σοι δοθή πληγή επικίνδυνος". Και η Ελένη πάλιν διά τον πολύν της πόθον και ευλάβειαν εις τας αγίας εικόνας, υπεκρίνετο εκουσίως την άγνοιαν, και ενόμιζεν όχι θείον το όνειρον, και ηύξανε την ευλάβειάν της ανάπτουσα λαμπάδας περισσοτέρας και φωταγωγίας εις τας αγίας εικόνας. Όθεν άναψε μία φλόγα έξαφνα από τον οικίσκον οπού ήτον κείμεναι αι άγιαι εικόνες, και περικυκλώσασα τούτον, εξαπλώνετο εις όλα τα πέριξ, και τόσον ηύξησεν η φλόγα του πυρός, οπού έφθασεν εώς εις τα κεραμίδια, και έμελλε να κατακάυση όλον τον οίκον. Η δε Ελένη από τον φόβον της εξήλθεν εις την αυλήν, και με δάκρυα θερμά επεκάλει την Θεομήτορα διά να σβέση την φλόγα, ομολογούσα την παρακόην της, και λέγουσα: "Ώ Θεοτόκε πηγή του όντως καθαρού ύδατος, σβέσον την σφοδράν φλόγα του πυρός, οπού κινδυνεύει να κατακαύση τον οίκον μου. Σύ, ήτις με τον θαυμάσιόν σου τόκον κατέπαυσας και του θανάτου το κράτος, οπού κατεδαπάνα και έφθειρε το ανθρώπινον γένος, και τώρα λοιπόν με το δροσερόν ύδωρ της ζωοδόχου πηγής σου, κατάσβεσον ταύτην την φλόγα, και μεθ’ όρκου σε υπόσχομαι έως αύριον, κατά την προσταγήν σου, να φέρω τας εικόνας εις τον ιερόν οίκον σου". Και παραχρήμα εκείνη η μεγάλη φλόγα οπού είχεν ανάψη διά την παρακόην της εσυστάλθη, και δίολου εσβέσθη διά τα ελεεινά ρήματα, και διά την τελείαν υπακοήν οπού υπέσχετο εις την Θεοτόκον αυτή η Ελένη. Αφ’ ού δε έπαυσεν η φωτία, ώ του θαύματος, ευρέθησαν και το οίκημα και αι εικόνες, και αι κανδήλαι σώα, και ουδέ μικρόν από το πύρ βεβλαμμένα. Διό και την αυγήν εγερθείσα η Ελένη, ομού με εκείνους οπού συναθροίσθησαν ιδόντες τούτο το μέγιστον θαύμα, με ψαλμούς και ύμνους, προσέτι και με θυμιάματα, προπορευομένων των ευλαβών ιερέων, έφερε τας αγίας εικόνας, εις τον ναόν της Θεοτόκου, όπου έκαμε και νέον παρεκκλήσιον κατά μέρος, εις το οποίον εορτάζετο η Θεοτόκος την πρώτη ημέραν των νηστειών. Επειδή κατά το εσπέρας της τυρινής Κυριακής ηκολούθησε το θαύμα τούτο, η οποία πανήγυρις εγίνετο κατ’ έτος εις μνήμην αυτου του θαύματος.

Θαύμα Δέκατον Τρίτον.

Εις αυτήν δε την μαγίστρισσαν Ελένην έγιναν και άλλα πολλά θαύματα παρά της αειζώου πηγής, τα οποία είναι αδύνατον να τα διηγηθή τινάς όλα, αλλ’ εκ των πολλών ολιγά τινά ας διηγηθώμεν. Νόσος τις εκυρίευσε τα περιγάστριά της, και αυξάνουσα με την πολυκαιρίαν εμπόδισε και το ούρος της, και εκ τούτου εδοκίμαζεν η γυνή αυτή δριμείς και σκληρούς πόνους, και μήτε εδύνατο να αναπνεύση, ώστε εκινδύνευεν εις θάνατον. Ούτω λοιπόν ευρισκόμενη κακώς, στέλλει εις τον ιερόν ναόν της ζωοδόχου πηγής, και φέρει εκείθεν ύδωρ. Το εζέστανεν, επειδή ήτον τότε καιρός του χειμώνος, και πίνουσα από αυτό, και λουσαμένη, ηλευθερώθη από τους πόνους και από τα πάθη του άσθματος και της δυσουρίας.

Θαύμα Δέκατον Τέταρτον.

Και άλλο θαύμα όχι κατώτερον από τα άλλα ακούσατε. Όταν έμελλον οι υιοί αυτής της Ελένης να αποθάνωσιν από θανατηφόρον ασθένειαν, η οποία δεν επιδέχετο καμμίαν ιατρικήν βοήθειαν, επρόσδραμεν η μήτηρ αυτή εις τον ναόν της ζωοδόχου πηγής, βαστάζουσα και τα παιδία της. Αφ’ ού δε επήγεν εκεί και απέρασαν μερικαί ημέραι, μη βλέπουσα την σωτηρίαν των υιών της, εθλίβετο δεινώς ως μήτηρ οπού ήτον, και εδέετο λέγουσα προς την Θεοτόκον «Ευσπλαγχνίσου μοι Αγνή, και χάρισαί μοι την παραμυθίαν του γένους μου. Ας προστεθή και τούτο εις τα πολλά θαυμάσια όπου εις εμέ έκαμες. Ότι ο θάνατος τούτων πλήττει την καρδίαν μου. Καλήτερόν μου είναι να αποθάνω, παρά να ίδω των υιών μου τον θάνατον. Ηξέυρεις τι πυρκαϊάν πόθου έχουσιν αι μητέρες προς τα τέκνα». Αυτά λοιπόν και άλλα όμοια λόγια λέγουσα, κατ ολίγον απεκοιμήθη, και είδεν εις τον ύπνον της την κυρίαν Θεοτόκον, οπού την επαρηγόρει με το σχήμα της, έλεγε δε σφοδρότερον εις αυτήν τα εξής τάυτα λόγια: «Τι βοάς ώ γύναι κλαίουσα, και με ενοχλείς επιμόνως διά τα τέκνα σου? Εάν έψαλλες πάντοτε το κατανυκτικόν μου τροπάριον, "Ουδείς προστρέχων επί σοί κατησχυμένος εκπορεύεται από σού Αγνή Παρθένε Θεοτόκε", δεν εφώναζες με τόσας δεήσεις». Και η Ελένη απεκρίνατο. «Ότι πάντοτε σε υμνώ κυρία μου με αυτό το τροπάριον, και το έχω πάντοτε εις το στόμα μου». Και η Θεοτόκος της είπε: «Λέγε αυτό το τροπάριον άχρι τέλους». Και η Ελένη άρχισε να το λέγη, και ευθύς οπού έφθασεν είς το λαμβάνει το δώρημα προς το συμφέρον της αιτήσεως. Η Θεοτόκος υπολαβούσα είπεν: «Αλλ’ ώ Γύναι, πρέπει να καταλάβης, ότι συμφέρει εις τους υιούς σου να λείψουν από αυτήν την ζωήν, επειδή αν ζήσουν, έχουν να υποπέσουν εις μεγάλα κακά, τα οποία συ βεβυθισμένη εις την άγνοιαν δεν δύνασαι να τα καταλάβης, και αν τα εγνώριζες αυτά τα κακά, ήθελες παρακαλέση μάλλον διά να αποθάνουν». Και ταύτα λέγουσα, έγινεν άφαντος. Τα δε παιδία της μετ’ ολίγον απέθανον, και τα έθαψε πλησίον εις το θυσιαστήριον οπού αυτή ανήγειρε, καθώς είπομεν ανωτέρω, χωρίς να λυπηθή πολύ ως γυναίκα, αλλά με φρόνιμον λογισμόν υπέφερε το τοιούτον πάθος, διά την επιτίμησιν της Θεομήτορος. Μετ’ ού πολύν δε καιρόν και αυτή η Ελένη απέθανε, και ενταφιάσθη τα δεξιά μέρη του νάρθηκος της Εκκλησίας, οπού και ζώσα, και μετά θάνατον να μην μακρυνθή από την Εκκλησίαν αυτήν, η οποία κατά πολλά την ευηργέτησε. Διό και αφιέρωσεν εις τον θείον τούτον ναόν και πολλά φλωρία, και άλλα χρυσά σκεύη προς καλλωπισμόν, οπού να παραστήση και μετά θάνατον διά των αφιερωμάτων αυτών το προς την κυρίαν Θεοτόκον μεγάλον χρέος της. Πέλαγος άπειρον είναι κατά αλήθειαν τα θαύματα της Θεοτόκου, και καθώς εκείνου το βάθος, και το πλήθος των κυμάτων είναι ακαταμέτρητον, ούτως είναι αναρίθμητος και η πληθύς των θαυμάτων, οπού γίνονται εις τον ναόν της ζωοδόχου πηγής. Με την βοήθειαν όμως της Θεοτόκου ας διηγηθώμεν ακόμι όσα ημπορέσομεν.

Θαύμα Δέκατον Πέμπτον.

Κάποια καλόγραια από τα μέρη της Πόλεως εκυριεύθη από δαιμόνιον φοβερόν, οπού την εβίαζεν εις κρημνόν και εις άλλα άπρεπα έργα και λόγια. Αφ’ ού δε εφέρθη εις την ζωοδόχον πηγήν με την βοήθειαν της Θεοτόκου, έλαβεν άνεσιν από το κακόν και το ηνάγκαζε τελείως να φύγη. Μαραίνουσα με πολλήν νηστείαν το σώμα της, και σβένουσα την φλόγα του δαίμονος με το τρέξιμον των δακρύων της. Αυτό δε το πονηρόν πνέυμα το ιταμόν και ακάθαρτον (καθώς εκείνο, περί του οποίου διαλαμβάνει το Ευαγγέλιον) αναχωρούσε προς καιρόν από την μοναχήν, πορευόμενον, ως έοικεν, εις ανύδρους τόπους. Και μετά τινάς ημέρας πάλιν υπέστρεφεν. Έμελλε δε να καταποντισθή από το θαυματοποιόν ύδωρ της πηγής, καθώς επνίγησαν εις την θάλασσαν οι δαίμονες οπού εισήλθον εις την αγέλην των χοίρων. Ότι δε εδιώχθη με την χάριν της Θεοτόκου, από την οποίαν εξορκίζεται αναμφιβόλως, είναι φανερόν, διότι εν ώ υπέστρεφε το πονηρόν πνεύμα, η μοναχή αυτή ευρίσκετο εις αθλίαν κατάστασιν, εστρέφετο και τρόπον τινά εταράττετο, και δεινώς επήδα, εύγαζε φωτιάν από τους οφθαλμούς της, και ο αφρός επερίσσευεν εις το στόμα της. Εν ώ δε ήτον να λείψη το δαιμόνιον και να σωφρονισθή, έβλεπε φανερά ένα όραμα. Και μετά τούτο ηλευθερούτο από το πάθος, και εσωφρόνει, φυγαδεύουσα το δαιμόνιον, διά να πορευθή εις τους ανύδρους του τόπους, και να κυλίεται εις βρωμερόν δίϋγρον τόπον, ώσπερ οι χοίροι εις τον βόρβορον. Το δε όραμα ήν τοιούτον. Είχον συνήθειαν οι Μοναχοί του μοναστηρίου, αφ’ ού ετελείωναν την ακολουθίαν του όρθρου, απερνούσαν από το παρεκλήσιον της αγίας Άννης μητρός της Θεοτόκου, διά να υπάγουν να παρακαλέσουν εκεί διά όλον τον κόσμον, να πίουν και από το αγίασμα αυτό. Έβλεπε λοιπόν τότε η ρηθείσα μοναχή την Θεοτόκον, οπού προεπορεύετο του Ιερέως, και ωδηγούσε τους ακολουθούντας, και καταβαίνουσα ευτάκτως τα σκαλοπάτια με ένα ένδυμα θαυμάσιον, και με λαμπράς αρετάς περιβεβλημένον, ελάμβανεν από το αγίασμα με το ιερόν της χέρι, και αγίαζεν όλον εκείνον τον τόπον, και τους προσερχομενούς. Και βλέπουσα το όραμα αυτό πολλάκις η ρηθείσα μοναχή, δεν ενοχλήθη εις το εξής καθόλου από εκείνο το κακόν. Ζήσασα δε το υπόλοιπον της ζωής της θεοφιλώς, μετέβη εις την αϊδιον μακαριότητα.

Θαύμα Δέκατον Έκτον.

Αλλά και το θαύμα οπού έχομεν τώρα να είπωμεν, δεν είναι μικρότερον από εκείνο οπού προλαβόντως εδιηγήθημεν. Συνήθεια ήτον εις κάποιον πλούσιον άνθρωπον, να εορτάζη κατ’ έτος τον Ευαγγελισμόν της κυρίας Θεοτόκου κατά την 25η του Μαρτίου, με έξοδα πολλά. Και μίαν φοράν διά να τελειώση προς το βράδυ όλα τα χρειώδη της εορτής, εκοπίασεν αρκετά και εκουράσθη ιστάμενος επί ποδός. Όθεν επλάγιασεν εις την συνηθισμένην ψάθαν του διά να κοιμηθή. Τα αυτά έκαμε και η γυναίκα του διά να ξεκουρασθή, οπού να ημπορέσουν την νύκτα να σταθούν εις την αγρυπνίαν. Και ο μεν ανήρ πάραυτα απεκοιμήθη, η δε γυνή του ευρισκόμενη εις κατάστασιν ψευδούς ύπνου, είδεν ένα άσχημον και μαύρον πουλί ωσάν κόρακα, και εφάνη εις αυτήν ότι ήλθε, και εμβήκεν εις το στόμα της, και παρευθύς ηγριώθη, και εστραβώθη, και με το κεφάλι της εκτύπα την κλίνην της, και άφριζε το στόμα της. Όθεν έγινε φοβερά η όψις της. Ούσα λοιπόν εις τοιαύτην κατάστασιν, την αυγήν εφέρθη βαστακτή εις την ζωοδόχον πηγήν. Αλλ’ επειδή επρόστρεχεν εις την βοήθειαν της Θεοτόκου, επειράχθη δεινώς από τον δαίμονα, οπού έμελλε να αναχωρήση, ός τις διά τούτο σφοδρότερον την ετάραττε διά να ξεσχίζεται, και την παρεκίνει να λέγει κάποια άσεμνα λόγια, και βλασφημίας, ώστε να είναι ελεεινόν θέαμα είς τους ορώντας. Ούσα δε εις τοιαύτην κατάστασιν η γυνή αυτή ανίσταται, προστρέχει εις την κανδήλαν της Θεοτόκου, και πίνουσα όλον το υγρόν της κανδήλας, εδίωξε τον πονηρόν δαίμονα οδειρόμενον και τρίζοντα, και ούτως ηλευθερώθη με την βοήθειαν και χάριν της Θεοτόκου.

Θαύμα Δέκατον Έβδομον.

Πώς δε να σιωπήσω και το θαύμα οπού έγινεν εις τον Ματθαίον μοναχόν, τον οικονόμον του μοναστηρίου της ζωοδόχου πηγής? Το οποίον ηκολούθησε ούτως. Ο Ματθαίος αυτός με το να ήτον σεμνόβιος και θεοφιλής, τον εφθόνησαν τινές, καθώς συμβαίνει σχεδόν πάντοτε εις τους καλούς. Όθεν τον εκατηγόρησαν εις τον Βασιλέα, ο οποίος τον εξώρισεν εις την Χρυσούπολιν εις το μοναστήριον του Φιλιππικού, ότι πολλάκις και το ψεύδος πολεμεί την αλήθειαν, και γίνεται ανώτερον, με όλον οπού δεν δύναται έως τέλους να νικήση. Αφ’ ού λοιπόν τον εξώρισαν εκεί, ο Ηγούμενος της μονής εκείνης βλέπων τον άνθρωπον με αρετήν μεγάλην, και αναβάσεις εκ τη καρδία τιθέμενον κατά την θείαν γραφήν, και στολισμένον με πολλά προτερήματα, και επιδέξιον εις το να οικονομήση, τον παρηγορεί διά την εξορίαν του, και τον αφήνει να περιέρχεται όπου αγαπά, επιτρέπων εις αυτόν και την οικονομίαν του μοναστηρίου. Αυτός λοιπόν κοιμώμενος ποτέ επάνω εις τα ανώγια, οπού ήτον ζωγραφισμένη παλαιόθεν η εικών της κυρίας Θεοτόκου, όχι εις ολόκληρον σώμα, αλλ’ έως εις την μέσην, κατά τον αρχαίον τύπον των ζωγράφων, βαστάζουσα εις τας αγκάλας της τον Θεόν Λόγον, ήκουσεν έξαφνα μίαν φωνήν να λέγη: "Ματθαίε εγέρθητι από εδώ, και ύπαγε εις τον εδικόν μου οίκον, με το να θέλω να σε αποκαταστήσω υπηρέτην εις την διακονίαν μου". Ο δε μοναχός Ματθαίος έκθαμβος γενόμενος διά αυτά τα λόγια, ηγέρθη εκείθεν, και καταβάς εκ των υπερώων, έρχεται παραχρήμα εις τον ναόν. Και πάλιν εκεί εις καιρόν οπού προσηύχετο, και εδάκρυεν, ήκουσεν άλλην φωνήν λέγουσαν εις αυτόν τα ίδια εκείνα λόγια, εις τα οποία επρόσθετε και τούτο, ότι "πρέπει να καλλωπίσης τον ναόν μου σεμνότερον". Και αυτός απεκρίθη οτί φοβούμαι να μη με ακολουθήση καμμία εξορία. Και πάλιν φωνή ηκούσθη εκ τρίτου, "εγώ θέλω σε βοηθήση, και μη φοβού".

Και εις τον ίδιον καιρόν ο προεστώς του μοναστηρίου της ζωοδόχου πηγής βλέπει θείον όραμα, εις το οποίον προστάζεται να παραλάβη τον άνωθεν μοναχόν ταχέως εις τον εδικόν του μοναστήριον. Το αυτό όραμα είδε και ο Βασιλεύς Βασίλειος ο Μακεδών, ο οποίος εκταραχθείς διά αυτό, πάραυτα την αυγήν πέμψας εις το μοναστήριον εφανέρωσεν εις τον Ηγούμενον, όσα είδε κατ’ όναρ. Ομοίως και ο Ηγούμενος τα αυτά διηγείται. Και ήρξατο ο Βασιλεύς να θαυμάζη διά αυτό. Διό ανακαλών τον άνθρωπον από την εξορίαν την άδικον, τον πέμπει εις τον ιερόν ναόν της πηγής της Θεοτόκου, και μετ’ ολίγας ημέρας τον αποκαθιστά εις την προστασίαν του μοναστηρίου, όντα ενάρετον άνθρωπον, και εκ του συμβεβηκότος τούτου έγινε γνώριμος εις όλους, και αρεστός εις τους Βασιλείς, με το να εφέρετο καθώς πρέπει. Περισσότερον δε ήτον αγαπητός εις τον Βασιλέα Λέοντα, ός τις διά την προς τον άνδρα ευλάβειαν ανεγείρει τον ναόν της αγίας Άννης, και καλλωπίζει θαυμασίως τον έξω νάρθηκα του μεγάλου ναού, οπού ήτον διεφθαρμένος από τους Σκύθας, οι οποίοι περιφερόμενοι την Θράκην, κατέφθειραν όλα τα εκείσε πράγματα. Προς τούτοις και τον ιερόν και θείον ναόν της πηγής, οπού ήτον διεφθαρμένος ανεκαίνισε, και ανεπλήρωσεν εις αυτόν κάθε ελλείπον, και προς το ευπρεπέστερον κατεσκέυασεν, ώστε εις τον ίδιον καιρόν ηκολούθησεν άλλο θαυμάσιον από την Θεοτόκον, το οποίον και αυτό είναι άξιον διηγήσεως.

Θαύμα Δέκατον Όγδοον.

Επειδή έβαλαν σκάλαν εις το άνω μέρος διά να διορθώσωσιν όλα τα διεφθαρμένα και σκοτεινά μέρη της ζωγραφίας. Κάποιος άνθρωπος ιστάμενος επί της σκάλας, ονόματι Ιωάννης, προς το μέρος Αγαθονίκου του μάρτυρος, εγλύστρησεν από την σκάλαν και έπεσε κατά γής, και αντί να λάβη κανένα βλάβος εις τοιούτον κινδυνώδες πέσιμον, ανεφάνη ρωμαλαιότερος από το πρώτον, και έλεγεν ο ίδιος ότι, όταν έπιπτεν εις το έδαφος, κάποια δύναμις, ως θεία χείρ, τον ανεκούφιζε, και ησύχως καταβαίνων, έπιπτεν επάνω εις τους λίθους, ωσάν εις απαλά στρώματα. Αλλ' επειδή ηκούσθη φήμη εις τους γονείς του νεανίσκου, ότι ο φίλτατός των υιός εκρημνίσθη εις τον ναόν, και απέθανε, με θερμά δάκρυα έτρεξαν εις τον ναόν, και παρ'ελπίδα βλέποντες τον υγιή, υπέστρεψαν εις τα ίδια. Λέγεται όμως, ότι κατ' εκείνην την ώραν να ήκουσαν και μίαν φωνήν οπού έλεγεν από τα ένδον μέρη του ύδατος: "Έχετε τον υιόν σας ζωντανόν, αλλ' υπάγετε ευχαριστήσατε την μητέρα του Θεού". Αναχωρήσαντες δε εκείθεν οι γονείς του παιδός μετ' ευφροσύνης, εις όλους εκήρυττόν αυτό το θαυμάσιον.

Θαύμα Δέκατον Έννατον.

Άς διηγηθώμεν δε και άλλα θαύματα από τα πλέον κυριώτερα διά να μην κατακριθώμεν ως παντή αμελείς. Κατ' εκείνον τον καιρόν Λέων ο βασιλέυς και Σοφός διά την μεγάλην πίστιν οπού είχεν εις τον ναόν της Θεοτόκου, ανταμείφθη παρ' αυτής με χάριν ού την τυχούσαν. Διότι πάσχων και αυτός από δυσουρίαν, και δοκιμάζων πόνον πικρόν την ώραν οπού ήτον να κάμη το ούρος του, αντί του οποίου πολλάκις ήρχετο και αίμα, έλαβε την υγείαν του, ως το πρότερον, με το ιέρον ύδωρ της πηγής, από το οποίον εθεραπεύθη εκείνη η θολερά και αιματώδης ρύσις.

Θαύμα Εικοστόν.

Αλλά και η Θεοφανώ η αοίδιμος γυνή του Βασιλέως παρόμοιαν ευεργεσίαν έλαβε παρά της Θεοτόκου, διότι κυριευθείσα από ένα θερμότατον πυρετόν, και δαπανήσασα πολλά εις τους ιατρούς, και μη ωφεληθείσα καθόλου από εκείνους, προσέρχεται εις τον ιερόν ναόν της ζωοδόχου πηγής, και πίνουσα από το ιερόν ύδωρ, ηλευθερώθη πάραυτα από εκείνον τον φλογίζοντα πυρετόν.

Θαύμα Εικοστόν Πρώτον.

Ας προσθέσωμεν εις τα άνω θαύματα και εκείνο οπού παραδόξως έγινεν εις τον Αρχιερέα τον αδελφόν του Λέοντος βασιλέως, ονόματι Στέφανον, ός τις είχεν αναβή και εις τον ιερόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως. Ούτος απέκτησεν εις το στήθος ένα απόστημα, το οποίον με το να μην ημπορούσαν να το θεραπεύσουν οι ιατροί, τον επαπειλούσε και κίνδυνον θανάτου, επειδή κατ' ολίγον ηύξησε, και απλωθέν εις τα πέριξ μέρη, κατά πρώτον έκαμε να τρέχη αίμα από το στόμα του, μετέπειτα δε μετετράπη εις εμπύον, και γεμίζον τον σύριγκα του πνέυμονός του εμπόδιζε την αναπνοή του, όθεν εκινδύνευε να αποθάνη. Φέρεται λοιπόν ούτος εις την πηγήν της Θεοτόκου, ο οποίος πίνων από τα εκείσε ύδατα, καθ' ήν ημέραν εορτάζεται η ύψωσις του τιμίου Σταυρού, παρευθύς κατά την πίστιν του ανέλαβε την υγείαν του. Και ο πατριάρχης αυτός δι' αμοιβήν της χάριτος, μετεποίησε τα αρχιερατικά του, οπού ήτον κεχρυσωμένα με λίθους τίμιους, εις ιερά άμφια, και τα αφιέρωσεν εις τον ναόν της Πανάγνου, διά να ενδύσουν την αγίαν Τράπεζαν κατά την ημέραν της υψώσεως του τιμίου Σταυρού, ότε εγένετο εις αυτόν το θαυμάσιον.

Θαύμα Εικοστόν Δεύτερον.

Πρός τούτοις εγένετο ιάσιμον το ύδωρ τούτο και εις τον Πατρίκιον Ταράσιον, ός τις ήτον εις κίνδυνον από ένα οξύτατον πυρετόν, οπού είχε κυριεύση όλον το σώμα αυτού του Πατρικίου, και την κεφαλήν του, και οπού εκ της περισσής του φλογώσεως εσύγχυζε το λογικόν του, και τον έκαμε να παραφρονή. Αυτός εμεταχειρίσθη πολλούς ιατρούς, οι οποίοι μη δυνηθέντες να τον θεραπεύσωσιν, ως νουνεχείς ετραβίχθησαν. Διό και η μήτηρ αυτού έφερε τον ασθενή εις τον ιερόν ναόν του αγιάσματος. Έχυσεν αγίασμα εις την κεφαλήν και εις όλον του το σώμα. Όθεν ιάθη η δεινή του εκείνη ασθένεια, και επέστρεψεν υγιής εις τον οίκον του.

Θαύμα Εικοστόν Τρίτον.

Η δε μήτηρ του Ταρασίου Μαρία μαγίστρισσα έχουσα μεγάλην πίστιν εις αυτό το αγίασμα, πάντοτε προσήρχετο εις τον ιερόν ναόν, και εκήρυττεν εις όλους το θαύμα της Θεοτόκου, παρακινούσα και τους λοιπούς να πιστέυωσι τα ίδια. Όθεν και όταν εσυνέβη εις αυτήν πάθος τι δυσίατον, επαρακάλει τον άνδραν της δια να την αγάγη εις τον ιερόν ναόν της ζωοδόχου πηγής. Αλλ' οι ιατροί δεν έδιδον γνώμην υποπτευόμενοι εις το πάθος της βλαπτικήν την πόσιν του ύδατος. Με όλον τούτο αυτή κρυφίως παρά γνώμην εκείνων εμεταχειρίσθη το άνω ειρημένον αγίασμα, και εις ολίγας ημέρας ηλευθερώθη από το πάθος της.

Θαύμα Εικοστόν Τέταρτον.

Μετά παρέλευσιν δε τινός καιρού η αυτή εκυριεύθη από άλλην ασθένειαν. Όθεν έστειλε ευθύς τινάς από τους δούλους της τους πλέον ταχυδρόμους, παραγγέλουσα διά να φέρωσιν εις αυτήν το ογλιγωρότερον από το αγίασμα. Όντος δε του Ηλίου περί την δύσιν, έως να φθάσωσιν οι απεσταλμένοι, ενύκτωσε διόλου, και διά τούτο εύρον τας θύρας της ιεράς μονής κεκλεισμένας, και εφώναζον έξωθεν διά να τους ανοίξουν, θεωρούντες εις τα ένδον από μίαν τρύπαν, μήπως ίδωσι κανένα διά να τον φωνάξωσι, και άνθρωπον δεν είδον. Ήκουσαν όμως μίαν φωνήν δυνατήν και ιλαράν ομοιάζουσαν γυναικός, οπού έλεγεν εις αυτούς: "Θέλετε να εισέλθητε? υπάγετε από το παρακλήσιον του αγίου Ευστρατίου το πρός τα αριστερά μέρη της φιάλης, και εκείθεν δύνασθε να εισέλθητε". Και ούτως οδηγηθέντες, εισήλθον εις την μονήν. Και πάλιν εδέοντο προς την ακουσθείσαν φωνήν, διά να οδηγηθώσιν εις το ιερόν παρακλήσιον του αγιάσματος. Και ήκουσαν πάλιν την φωνήν να λέγη, ότι εμβαίνοντες από τας βασιλικάς Πύλας, σταθήτε εκεί. Και παραχρήμα ήλθε κάποιος Μοναχός, και εξέτασε τους ανθρώπους, πόθεν και πως εμβήκαν εις την μονήν. Οι δε τω απεκρίθησαν, ότι δι' οδηγίας τινός γυναικός σεμνοτάτης εισήλθομεν εις τα ώδε. Και εκείνος πάλιν είπεν. Ότι εις αυτόν τον τόπον δεν ημπορεί να έλθη γυναίκα, και μάλιστα τώρα οπού είναι νύκτα. Με όλον τούτο και εγώ ο ίδιος ήκουσα την αυτήν φωνήν εις την ιδίαν εκείνην ώραν, και ούτω τους έφερεν εις τον ναόν, αφ' ού εκατάλαβεν ότι η τοιαύτη φωνή ήτον θαύμα της κυρίας Θεοτόκου, και τους άφησε να πάρουν από το αγίασμα. Οι δε λαβόντες το επρόσφερον εις την κυρίαν των, η οποία ακούσασα το συμβεβηκός τούτο, έπιε με περισσότερον θάρρος από αυτό το αγίασμα, και ιατρεύθη από το πάθος της.

Θαύμα Εικοστόν Πέμπτον.

Δεν πρέπει να αφήσωμεν ανιστόρητα και όσα θαυμάσια εγένοντο υπό της Θεομήτορος εις τας ημέρας του βασιλέως Λέοντος του σοφού. Και πρώτον ας διηγηθώμεν το γεγονός εις τον υιόν του Στυλιανού, ός τις υπήρχεν άρχων του βασιλέως από τους σωματοφύλακάς του. Αυτός απόκτησεν εις τα γεννητικά του μόρια λιθάρι, το οποίον πάθος πως και πόθεν γίνεται είναι άδηλον εις τους περισσοτέρους, πλην εγώ ήκουσα από άνθρωπον έμπειρον εις το να ερευνά τα τοιαύτα, ότι το τοιούτον πάθος γίνεται κατ' αρχάς εις το σαρκίον του μητρικού μαστού, οπού το λέγουσι ράγα, διότι όταν μένη εκεί το γάλα πολύν καιρόν, και δεν εξέρχεται, με το να μην ημπορή το παιδί να βυζάξη, ή με το να καταγίνεται η βυζάστρα εις καμμίαν άλλην υπηρεσίαν, και δεν ευκαιρεί να το βυζάξη, από την στάσιν αυτήν πήγνυται το γάλα, γινόμενον τυρός, ή λαμβάνον θερμήν τινά και χολερικήν ποιότητα. Μετά ταύτα αφ' ού το παιδί βυζάξη το γάλα αυτό, δεν ημπορεί να το χωνεύση εις το στομάχι του, όθεν κάμνει εις την φούσκαν του μίαν υπόστασιν, η οποία έλκει το παχύ του ούρους οπού απερνά, και γίνεται στερεά ως λίθος, ο οποίος γίνεται εμπόδιον εις το τρέξιμον του ούρους, και προξενεί μεγάλην οδύνην και πόνον. Γίνεται δε παισί (λέγει και ο Ιπποκράτης εις το περί αέρ. κτ.) και από του γάλακτος, ήν μη υγιηρόν ή, αλλά θερμόν τε λίην και χολώδες. Ίσως προξενείται το τοιούτον πάθος και από άλλα αίτια, τουτέστιν από δύσπεπτα και κακόχυμα φαγητά, ή και από πιοτόν λασπώδες. Πάσχων λοιπόν ο άνωθεν Άρχων από αυτό το πάθος, και στενοχωρούμενος από τους δριμείς πόνους εκοιλίετο ανήσυχος προκρίνων τον θάνατον από την ζωήν. Και πολλοί ιατροί και χειρούργοι με διάφορα ιατρικά δεν εδυνήθησαν να τον θεραπεύσουν, μ' όλον όπου εξωδεύθησαν αρκετά εις αυτούς. Τέλος πάντων ο πατήρ του ήλθεν εις τον εαυτόν του, και εστοχάσθη να φέρη τον υιόν του εις το αγίασμα της ζωοδόχου πηγής. Αφ' ού δε επήγεν ο ασθενής εκεί, και συνεχώς έπινεν από το αγίασμα, εις ολίγας ημέρας διελύθη ο λίθος εις πηλόν, και εξήλθε με το φυσικόν τρέξιμον του ούρους, και ούτος ηλευθερώθη ο ασθενών από το πάθος.

Θαύμα Εικοστόν Έκτον.

Και άλλο θαύμα ακούσατε. Κάποια Μαρία Σχίζινα έχουσα σώμα καχεκτικόν, απόκτησε φθοράν εις την κοιλίαν της, ώστε εξεκενώθησαν όλα τα έντος της υγρά, οπού ήτον διά υπηρεσίαν της χονεύσεως, και ακόμη όση ύλη ήτο λιπώδης και μυξώδης αναγκαία εις τα έντερα, ξυσθείσα και διαλυθείσα συνέρρευσεν όλη μεμιγμένη με αίμα. Οι δε ιατροί εμπόδιζαν εις αυτήν ως επικίνδυνον το ύδωρ, όθεν ήτον εγκύς να αποθάνη. Ούτω λοιπόν διακειμένη, είδεν εις τον ύπνον της μίαν γυναίκα ωραιοτάτην εις το σχήμα και σεμνήν, οπού επλησίαζεν εις αυτήν, και την ερωτούσεν, από τι έπασχε, και την έλεγεν, "ώ Γύναι, δεν ημπορείς να πίης από το ύδωρ της πηγής?" Και εκείνη της απεκρίθη ότι δύναμαι, κυρία μου να πίω, οι ιατροί όμως μοι το έχουν εμποδισμένον, ως βλαπτικόν εις την υγείαν μου. Η δε κόσμια εκείνη και χαριεστάτη γυνή της ανταπεκρίθη, ότι "εναντία είναι η παραγγελία αυτή των ιατρών, επειδή μόνον με τα ιατρικά τους χωρίς το ιερόν τούτο ύδωρ είναι αδύνατον να σε ιατρεύσουν, πίνε το λοιπόν από το ύδωρ της εδικής μου πηγής, και θέλεις βεβαιωθής το πόσον είναι εσφαλμένοι αυτοί οι ιατροί". Όθεν την αυγήν επήρε και έπιε κατά κόρον από το ύδωρ της ζωοδόχου πηγής, και εθεραπεύθη από εκείνην την διάρροιαν. Εις τέτοιον τρόπον η μήτηρ του Θεού, καθώς εγέννησεν υπέρ φύσιν, ούτω και παραδόξως ηξεύρει να νικήση και τα πάθη, θεραπεύουσα αυτά με θεία ιατρικά.

Θαύμα Εικοστόν Έβδομον.

Πρός τούτοις και την Βασίλισσαν Ζωήν, οπού ήτον βεβλαμμένη εις την μήτραν, και άτεκνος, η ζωοδόχος πηγή την κατέστησε καλήν εις το να τεκνογονήση. Έκαμεν αυτή η βασίλισσα εν υφαντόν από μεταξωτά, ίσον με την εικόνα της Θεομήτορος, και το έμπηξεν εις αυτήν οπού ήτον εκ δεξιών του Σωτήρος επάνω από την στοάν του αγιάσματος. Έπειτα λαμβάνουσα το υφαντόν εκείνο, και περισφίγκουσα με αυτό την μέσην της, γόνιμος αποκαθίσταται η πρότερον άγονος, και ούτω πρώτιστος παρ' αυτής γεννάται Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος. Έπρεπεν η κογχύλη ήγουν η κυρία Θεοτόκος οπού εγέννησεν εξ ιδίων αιμάτων τον των όλων Βασιλέα Θεόν τον Ιησούν Χριστόν, να αναδείξη πρώτιστον και κατά την βασίλειον πορφύραν τον ευσεβέστατον αυτόν Κωνσταντίνον. Ιδού λοιπόν το ύδωρ αυτό παρέχει και τέκνων γεννήματα, και ικανόν να κάμη και άλλα όσα ήθελε ζητήση τινάς από την Θεοτόκον μετά πίστεως.

Θαύμα Εικοστόν Όγδοον.

Μετά ταύτα αύτη η βασιλίς πάσχουσα από ένα φλογώδη πυρετόν, το μεν ρίγος αυτού κατεδάμαζε, χριομένη με τον πηλόν του ιερού ύδατος, την δε καύσιν πίνουσα από αυτό το ύδωρ. Ούτως εξώσθησαν και τα δύω αυτά πάθη με την χάριν της ζωοδόχου πηγής.

Θαύμα Εικοστόν Έννατον.

Ας διηγηθώμεν και τα γεγονότα θαύματα εις τον Ρωμανόν βασιλέα. Αυτός έχων υπερβολικήν ευλάβειαν εις την μητέρα του Θείου Λόγου, μεγίστην απήλαυσε και την ανταμοιβήν των χαρίτων της. Διότι πάσχων ποτέ από ένα φλογώδη πυρετόν, εξ αιτίας του οποίου δεν ημπόρει ούτε να φάγη, εμεταχειρίσθη το αυτό ιερόν ύδωρ, και αμέσως ανέλαβε την υγιείαν του, ελευθερωθείς από τον πυρετόν.

Θαύμα Τριακοστόν.

Και ού μόνον τούτο το θαύμα απήλαυσεν, αλλά ακόμη και άλλο, δηλαδή έχων μεγάλην δυσκοιλιότητα, οπού είχε σχεδόν απολιθωθή η κόπρος, και έμεινεν ακίνητος προς έξοδον, απεκαταστάθη αναίσθητος από τας αναθυμιάσεις της κοιλίας, οπού ανήρχοντο εις τον εγκέφαλον, και δεν διέφερε παντελώς από τα άψυχα. Πίνων δε από αυτό το ιερόν ύδωρ, ηλευθερώθη από την δεινήν εκείνην δυσκοιλιότητα. Και πάλιν άλλο τε ηκολούθησεν εις αυτόν μία σφοδρά διάρροια, πλην τούτο το ιερόν ύδωρ εκράτησεν όσον τάχος αυτήν την διάρροιαν. Θαυμάσιος τώ όντι ο τρόπος της ενεργείας του. Εθεράπευσεν, ως είδομεν, και την δυσκοιλιότητα και την διάρροιαν, δηλαδή εν και το αυτό θεραπεύει πάθη ενάντια.

Θαύμα Τριακοστόν Πρώτον.

Και η γυνή αυτού Άννα ευεργετήθη από το ύδωρ τούτο. Ομοίως και η θυγάτηρ αυτού Ελένη πάσχουσα από τριταίους πυρετούς, εθεραπεύθη από αυτούς, πίνουσα από το ιερόν ύδωρ, και χριομένη με τον πηλόν αυτού, εν ώ ήτον να έλθη η περίοδος των πυρετών αυτών. Και άλλο τε πάλιν εθεραπεύθη με αυτό το ιερόν ύδωρ από διάρροιαν κοιλίας δεινήν και ακάθετον. Και άλλα πολλά πάθη οπού ηκολούθησαν εις αυτήν κατά καιρούς, με το ίδιον ιερόν ύδωρ τα εθεράπευσε. Διό και ο Βασιλεύς Ρωμανός δεν έπινεν άλλο ύδωρ εις όλην του την ζωήν, ειμή το της ζωοδόχου πηγής, με το να το εγνώρισε δραστικόν τώ όντι και ιαματικόν. Αλλ' η χείρ ατονεί, και ο νους αδυνατεί, και ο χρόνος εκλείπει εις εκείνον όπου επιχειρίζεται να γράψη, ή να διηγηθή τα πολλά θαυμάσια της Θεοτόκου. Μόνον ας διηγηθώμεν ακόμη ολίγα.

Θαύμα Τριακοστόν Δεύτερον.

Κάποιος Γαβριήλ, ένας από τους επιστάτας του βασιλικού κοιτώνος, λυπούμενος κατά πολλά διά ένα ανεψιόν του, οπού ηχμαλωτίσθη από τους Βουλγάρους, και εφυλάττετο από αυτούς με σκληράς παιδείας, κατεσκεύασεν υπέρ βοηθείας του ανεψιού εν ιερόν Ευαγγέλιον, και το αφιέρωσεν εις τούτον τον ιερόν ναόν της Θεομήτορος, παρακαλών αυτήν διά να τον αξιώση να ακούση καλά ευαγγέλια διά τον ανεψιόν του. Την αυγήν μεν έφερε το Ευαγγέλιον εις τον ναόν της Θεοτόκου ημέρα Κυριακή, το δε εσπέρας ήλθεν ο ανεψιός του, ελευθερωθείς αοράτως από την αιχμαλωσίαν και από τα δεσμά, και εδιηγείτο ότι δεν ήξευρε, πως ούτω ταχέως ήλθεν εις αυτόν τον ναόν της Θεομήτορος. Αφ' ού δε εγνώρισεν ότι ήτον θαύμα της Θεοτόκου, έχαιρε δι' αυτό περισσότερον, παρά διά την ελευθερίαν του.

Θαύμα Τριακοστόν Τρίτον.

Ηκολούθησε θαύμα και εις εκείνον τον μοναχόν Ιωάννην, όστις επωνομάζετο Πέπερις. Ούτος ευρισκόμενος εις τα ενδότερα μέρη του τόπου των Χαλδαίων, ησθένησε δεινήν τινά ασθένειαν και επειδή δεν εδύναντο οι εκείσε ιατροί να τον θεραπεύσουν, ενθυμήθη το ύδωρ της ζωοδόχου πηγής, του οποίου η φήμη είχε φθάση εις κάθε μέρος της γης διά τα παράδοξα θαύματα οπού εγίνοντο. Όθεν δακρύσας θερμώς, έλεγε δεόμενος προς την κυρίαν Θεοτόκον: "Δέσποινα η αεννάως πηγάζουσα το θαυμάσιον ύδωρ, βοηθησόν μοι οπού κατάκειμαι εις την κλίνην". Αφ' ού δε απεκοιμήθη ολίγον, φαίνεται εις τον ύπνον του μία γυνή ευπρεπεστάτη, λέγουσα εις αυτόν: "Διά ποίαν αιτίαν, ώ μοναχέ οδύνασαι, και παρακαλείς?" Και αυτός πραέως απεκρίθη εις την γυναίκα: "Επειδή επιθυμώ να ζήσω". Και αυτή πάλιν εις αυτόν είπε: "Τί χάρισμα δίδεις αντάξιον δι' αυτό?" Και αυτός απεκρίθη εις αυτήν: "Τρία φλωρία μόνον έχω, με το να είμαι ακτήμων μοναχός, αυτά χαρίζω". "Δέχομαι λοιπόν και αυτά τα ολίγα", είπεν η φανείσα γυνή, και παρευθύς τον έπιασεν από το χέρι, και η αφή αυτή εθεράπευσε το πάθος του. Αφ' ού δε ανέλαβε, φυλάττων εντελώς την υπόσχεσίν του, εμίσευσεν από εκεί διά την Κωνσταντινούπολιν, διά να υπάγη εις τον ιερόν ναόν της πηγής να κάμη την ευχαρίστησιν, και διά να κηρύξη το θαύμα οπού έγινεν εις αυτόν.

Θαύμα Τριακοστόν Τέταρτον.

Είς τούτον τον εκ Χαλδείας μοναχόν ήτον κάποιος υποτακτικός, οπού έπασχεν από δεινήν ασθένειαν, η οποία με σκληρούς πόνους τον έκαμε να πλησιάση εις τον θάνατον. Ευρισκόμενος λοιπόν εις τοιαύτην απελπισίαν, ομοίως και ο Γέρων αυτού εις μεγάλην απορίαν, δεν είχον και οι δύω άλλην ελπίδα, παρά την χάριν και βοήθειαν της ζωοδόχου πηγής. Λέγει λοιπόν ο Γέρων προς τον Μαθητήν. Θέλεις τέκνον ταχέως να αναλάβης την υγιείαν σου? επικαλέσθητι την Δέσποιναν της ζωοδόχου πηγής, υποσχόμενος να χαρίσης εις αυτήν και ότι προαιρείσαι, και ελπίζω ταχέως να ίδης παρ' αυτής την θεραπείαν σου. Ποίησας λοιπόν ο Μαθητής τα παραγγελθέντα, και πέντε αργύρια, οπού είχεν, υποσχεθείς, ήκουσε καθ' ύπνον μίαν φωνήν αοράτως οπού έλεγε, "γράψον και σφράγισον", και εξυπνήσας ευρέθη υγίης. Και μετά ταύτα έγραψεν επιστολήν προς τον ιερόν ναόν της Θεοτόκου, με την οποίαν έστελλε και τα πέντε αργύρια, τα οποία στέλλονται κατ' έτος εώς την σήμερον παρά των Πατέρων της μονής εκείνου του Μοναχού εις τον ναόν της ζωοδόχου πηγής, προς ανάμνησιν του γεγονότος αυτού θαύματος. Και εις το έργον αυτό της Θεοτόκου φαίνεται κάποια ομοιότης του Υιού πρός την μητέρα, επειδή ανταπέδωκε με το μεγαλύτερον χάρισμα, οπού είναι η υγεία, την μικράν προσφοράν, αποβλέπουσα εις την προθυμίαν και προαίρεσιν μάλλον των προσφερόντων, καθώς και ο Υιός της Ιησούς Χριστός απέβλεψε μάλλον εις τα λεπτά της χήρας, παρά εις τα πολλά οπού έβαλον οι πλούσιοι εις τα γαζοφυλάκια. Θάλασσαν πρεπόντως, και όχι πηγήν ήθελεν ονομάση τινάς τούτον τον ιερόν ναόν της Θεοτόκου διά τα άπειρα θαύματα, από τα οποία ας διηγηθώμεν ακόμη ολίγα όσον δυνάμεθα.

Θαύμα Τριακοστόν Πέμπτον.

Κάποιος άνθρωπος την αξίαν Πρωτοσπαθάριος, από μίαν πολυκαιρινήν ασθένειαν, έλαβε μεγάλην φθοράν εις το σώμα του, και ήτον σχεδόν ημίθνητος. Όθεν επήγεν εις τον ναόν της Θεοτόκου, και εκοίτετο εκεί , οπού εφάνη εις αυτόν μία γυνή σεμνοτάτη με ωραίον σχήμα και χαριέστατον, την οποίαν ακολουθούσε κάποιος νέος με περιαζωμένα μαλιά και ευπρεπές ένδυμα, ός τις εβάσταζεν εις εν την αριστεράν χείρα κιβώτιον με ιατρικά εις δε την δεξιάν ένα ξιφίδιον, και ωμοίαζε κατά την όψιν τον άγιον Παντελεήμονα. Επιστάσα λοιπόν η σεμνή αυτή γυνή εις τον Σπαθάριον Ιωάννην, οπού εκοίτετο, επρόσταξεν αυτόν τον νέον διά να επισκεφθή το πάθος του, και εκείνος τον έπιασε, και στοχαζόμενος ότι χρειάζεται τομήν, τον εκτύπησεν εις το στήθος με το ξιφίδιον οπού εβάσταζε, και παραχρήμα εξυπνήσας ο ασθενής, ευρέθη υγιής, δοξάζων την Θεομήτορα, και δεν έμεινεν εις αυτόν άλλο, παρά μόνον το έλκος οπού έτρεχεν από το κόψιμον της πληγής.

Θαύμα Τριακοστόν Έκτον.

Και άλλος κάποιος Πρωτοσπαθάριος την αξίαν, κυριευθείς από νόσον διεξοδικήν και δυσίατον, και μη ωφεληθείς από τους ιατρούς, ήλθεν εις απελπισίαν. Όθεν επρόσταξε τους δούλους του να τον φέρωσιν εις τον ναόν της ζωοδόχου πηγής, και αν αποθάνη, εκεί εις τον ναόν να τον θάψουν. Τον έφεραν λοιπόν οι δούλοι του κατά την προσταγήν του εις αυτον τον ναόν, και εκεί ο ασθενής αυτός κατά την θερμήν του δέησιν και ευλάβειαν επέτυχε ταχέως και την θεραπείαν, πριν δε να ιατρευθή είδεν όντως την θείαν αυτήν οπτασίαν. Μία γυνή ελθούσα με ένδυμα σεμνοπρεπές και χρώματος ουρανίου, εκρατούσεν εις τας χείρας της εν κουμάρι, και με αυτό έδιδεν εις τους προσερχομένους από το ύδωρ. Έτρεξε λοιπόν και ο Σπαθάριος διά να λάβη από το ύδωρ αυτό, αλλ' εις μάτην , με όλον οπού πολλάκις εδοκίμασεν, επειδή η γυνή εκείνη εις αυτόν δεν έδιδε, διά να ερεθίση έτι μάλλον τον πόθον και την ευλάβειάν του. Τέλος πάντων έδωκε και εις αυτόν λέγουσα, επειδή ήλθες βραδέως, διά τούτο και ύστερα από όλους μεταλαμβάνεις του αγιάσματος. Ούτω λοιπόν ιατρευθείς απήλθεν εις τον οίκον του, κηρύττων εις όλους αυτά τα θαυμάσια.

Θαύμα Τριακοστόν Έβδομον.

Πρέπει να διηγηθώ και τα όσα έγιναν εις τον μοναχόν Μελέτιον, ός τις εγνωρίζετο ως ένας δούλος της Θεοτόκου, και εκατοίκει πάντοτε έξω εις τα χωρία. Ούτος συκοφαντείται από κάποιους κακοποιούς ανθρώπους εις τον εξουσιαστήν, ο οποίος επρόσταξε διά να τον φέρουν από το χωρίον σιδηροδέσμιον, ως κατάδικον. Καθ' οδόν δε εκόνευσαν εις ένα πανδοχείον, και ο Μοναχός ευρισκόμενος εις τόσην στενοχωρίαν, ενθυμείται τα θαύματα της Ζωοδόχου πηγής, και με πολλά δάκρυα επαρακάλει την Θεοτόκον λέγων: "Δέσποινα, η οποία εξαιρέτως έχεις την κατοικίαν σου εις τους ουρανούς, έκλεξες και τον τόπον της ζωοδόχου πηγής, Σύ βοήθησον μοι εις τάυτην την θλιβεράν κατάστασιν, με το να είμαι και εγώ ελάχιστον πρόβατον της ποίμνης σου". Πρίν δε να τελειώση αυτήν την προσευχήν του, ιδού φαίνεται πλησίον εις αυτόν μία γυνή με πορφύραν ενδεδυμένη, και δύω νέαι οπού ακολουθούσαν εις αυτήν με ερυθράς ενδυμασίας, η οποία γυνή τον ερωτά, ποίος είναι, και πόθεν συνέβη εις αυτόν η καταδρομή? και τον έλεγε να έχη θάρρος. Προστάζει λοιπόν μίαν από εκείνας οπού την ηκολούθουν διά να κάμη το σημείον του τιμίου Σταυρού, και να διαλύση τα σιδηρά, το οποίον αφ' ού έγινεν, ηλευθερώθη ο Μοναχός από τα βάσανα, και απήλθεν εις τον ιερόν ναόν της Θεομήτορος, ευχαριστών και δοξάζων την Θεοτόκον.

Θαύμα Τριακοστόν Όγδοον.

Ας διηγηθώ και το θαύμα οπού έγινεν εις τον Μάγιστρον Κουρκούα, ο οποίος ήτο Αρχιστράτηγος εις τα στρατεύματα της Ανατολής. Αυτός λοιπόν και η γυνή του περιέπεσον εις το πάθος της δυσεντερίας, και μη δυνάμενοι να ιατρευθώσιν, επλησίασαν σχεδόν εις τον θάνατον. Αλλά με το απλούν ιατρικόν του αγιάσματος τούτου, ιατρεύθησαν από την δεινήν εκείνην ασθένειαν.

Θαύμα Τριακοστόν Έννατον.

Προσέτι και ο υιός αυτών Ρωμανός ενοχλούμενος συχνά από τό πάθος της λοιμικής, με το ιερόν τούτο ύδωρ έλαβε την θεραπείαν του, και διά τούτο έγινεν εκκλησιαστικός υπηρέτης είς τον ναόν της Θεοτόκου, και ως υποδιάκονος προεπορεύετο της ιεράς θυσίας, έως ού έφθασε την ανδρικήν ηλικίαν του.

Θαύμα Τεσσαρακοστόν.

Αλλά και ο Θεοφύλακτος ο Μάγιστρος ασθενήσας από διάφορα είδη παθών, και από τους ιατρούς μη θεραπευθείς, με την επιρροήν τούτου του θείου αγιάσματος εθεραπεύθη, αποδιώξας κάθε ασθένειαν και πάθος. Πρός τούτοις και η σύζυγός του από μίαν οδύνην και πόνον της κοιλίας της φθάσασα εις κίνδυνον ζωής, με τούτο το σωτήριον ύδωρ ηλευθερώθη από αυτό το πάθος.

Θαύμα Τεσσαρακοστόν Πρώτον.

Τό αυτό εσυνέβη μετ' ολίγας ημέρας και εις τινά Πατρίκιον, ός τις συνεχόμενος από οδυνηρόν πάθος της κοιλίας, έλαβε την θεραπείαν του με αυτό το ιερόν ύδωρ. Επειδή εν ώ το έπινε με θερμήν πίστιν, η ασθένεια ιατρεύετο και αναχωρούσεν. Άς διηγηθώμεν ακόμη ολίγα από τα παλαιά θαύματα, τα οποία πρέπει να τα ακούσετε προσεχώς, και μετά την διήγησιν αυτών θέλομεν διηγηθή με την βοήθειαν της Θεοτόκου και από εκείνα οπού έγιναν εις τον καιρόν μας.

Θαύμα Τεσσαρακοστόν Δεύτερον.

Άλλος πάλιν άνθρωπος, οπού είχεν κακήν ασθένειαν, και έπασχεν από ένα συνεχές άσθμα, ήτον διά να αποθάνη ταχέως, ωσάν οπού με την πολυκαιρίαν εχύθη εις τον φάρυγγα του εν δυσώδες υγρόν, εξ αιτίας του οποίου μόλις ανέπνεεν. Όθεν εφέρθη βαστακτός εις τον ναόν της Θεοτόκου. Ότε δε άρχισε να εκτελήται η θεία Λειτουργία, ο ασθενής αυτός από την λειποψυχίαν και απελπισίαν του, έκλεισε τους οφθαλμούς του διά θάνατον, και εις την ανάγνωσιν του ιερού Ευαγγελίου εφάνη διόλου νεκρός ο Πατρίκιος. Όθεν παρούσα η σύζυγός του, άρχισε να κλαίη τον άνδραν της με οιμογάς, και να ετοιμάζη τα χρειώδη του νεκρώσιμα. Την δέ γυναίκα του Πατρικίου αυτήν ήλθον κατά την συνήθειαν αί φιλινάδαι γυναίκες, και την επαρηγόρουν. Τότε παραδόξως ο Πατρίκιος ζωοποιηθείς, έκαμε νεύμα με το χέρι του, ζητών από το ιερόν ύδωρ να πίη. Γευσάμενος δε την μεν ασθένειαν, ή αληθέστερον ειπείν τον θάνατον, τον άφησεν εκεί. Αυτός δε με το ζωήρρυτον ύδωρ ενδυναμωθείς, σηκώνεται από την κλίνην, και όλος υγιής και χαρούμενος απέρχεται εις τον οίκον του, ευχαριστών μεγάλως την Θεομήτορα.

Θαύμα Τεσσαρακοστόν Τρίτον.

Καί η σύζυγος του ιδίου πάσχουσα από ομοίαν ασθένειαν, απήλαυσε παρομοίως την υγείαν της, και ζώντος του ανδρός της, και μετά τον θάνατον αυτού, πολλάκις ιατρεύθη με το ιερόν ύδωρ από το πάθος της.

Θαύμα Τεσσαρακοστόν Τέταρτον.

Άς μην παρατρέξωμεν και εκείνον τον άνθρωπον οπού είχε μέσα του απόστημα, το οποίον εντός ολίγου ήθελε τον φέρη εις θάνατον, ός τις πίνων από το αγίασμα της ζωοδόχου πηγής εθεραπεύθη, με το να έσπασε το απόστημα, και έτρεξεν εις ποσότητα πολλήν όλον το έσωθεν έμπυον.

Θαύμα Τεσσαρακοστόν Πέμπτον.

Αλλ' ούτω να σιωπήσωμεν και το εις τον σωματοφύλακα Ιωάννην γενόμενον θαύμα? Αυτός έπασχεν από δυσουρίαν, οπού είναι πάθος δεινότατον, αλλά με το ιερόν ύδωρ της ζωοδόχου πηγής διελύθησαν τα εμπόδια του ούρους, και η στενοχωρία διόλου έλειψε, και με το ούρος έτρεξε και το έμπυον, και ηλευθερώθη ο σωματοφύλαξ αυτός από την ασθένειάν του.

Θαύμα Τεσσαρακοστόν Έκτον.

Τό δε γενόμενον θαύμα εις τον Πρωτοσπαθάριον Νικόλαον, ος τις ήτον και φύλαξ της βασιλικής Σακέλλης, συντόμως το λέγομεν. Ούτος είχεν υιόν Ευθύμιον ονόματι, νέον την ηλικίαν, και ωραίον την όψιν, και κατά τα άλλα ευδόκιμον, και τον ηγάπα τόσον διά αυτά του τα προτερήματα, όσον ως μονογενή του υιόν, εις τον οποίον είχεν όλας του τας ελπίδας. Συμβαίνει εις την φούσκαν του νέου το πάθος του λίθου, και όσον ηύξανε το πάθος, τόσον η σάρκα του εφθείρετο. Αλλ' ούτε οι ιατροί εδυνήθησαν να ιατρεύσουν το πάθος, με όλον οπού εξωδεύθησαν και χρήματα πολλά εις αυτούς, και επειδή απελπίσθη ο πατήρ του από την βοήθειαν των ιατρών, άφησεν όλας του τας ελπίδας μετά πίστεως θερμής εις τον ιερόν ναόν της ζωοδόχου πηγής, όπου και μετέφερε τον υιόν του. Αφ' ού δε απέρασαν ημέραι ικαναί, και από τους δριμείς πόνους οπού εδοκίμαζεν, ούτε να κοιμηθή ημπορούσεν, ούτε να φάγη, ούτε να πίη, ούτε όρθιος να σταθή, ούτε καθήμενος, αλλά πάντοτε εκινείτο και εκοιλίετο. Τέλος πάντων εν ώ ευρίσκετο εις μίαν τοιάυτην κατάστασιν, παραγγέλει τον Κανδηλάπτην διά να φέρη εις αυτόν από το ύδωρ του αγιάσματος, το οποίον, καθώς το έπιε μετά πίστεως, εβίαζε τον λίθον να εύγη από την φούσκαν του, ο οποίος με μεγάλην βίαν και δριμύτητα εξελθών έπεσε κατά γης, ως μάρτυς του θαύματος, με το να εφαίνετο από την ουρήθραν μεγαλύτερος, και γεμάτος από αίμα, και από έλκος δυσώδες. Και ούτως ιατρευθείς ο νέος, απήλθεν εις τον οίκον του ευχαριστών την κυρίαν Θεοτόκον.

Θαύμα Τεσσαρακοστόν Έβδομον.

Άς είπωμεν και το εξής θαύμα, το οποίον δεν το εβεβαιώθημεν εξ ακοής, αλλ' εις μίαν εικόνα εύρωμεν αυτό εζωγραφισμένον. Ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, Ιωάννης ονομαζόμενος, πάσχων από ένα σφοδρόν ρευματικόν εις την κεφαλήν του, όχι μόνον εκωφώθη, αλλά και πόνους είχε σφοδρούς, και βόμβος πολύς ετάραττε την κεφαλήν του. Αυτός διά τινά χρείαν εκκλησιαστικήν εμίσευσεν από την Ιερουσαλήμ διά την Κωνσταντινούπολιν, Ισαακίου του Αγγέλου βασιλεύοντος. Πλήν οι πόνοι και το πάθος έλαβον τόσην αύξησιν, ώστε οπού επρίσθη η κεφαλή του, και εφαίνετο τέρας εις εκείνους οπού τον έβλεπον, και μήτε ημπόρει να κοιμηθή, μήτε ιατρικόν εις αυτόν εχρησίμευσεν. Αφ' ού δε απελπίσθη από κάθε ανθρώπινον ιατρείαν, προσέρχεται εις τον ναόν της Θεομήτορος, και ολίγας ημέρας προσμείνας εκεί, με την πόσιν του αγιάσματος, και με την χρήσιν του εκείσε ιερού πηλού, ιάτρευσε και το πρίξιμον της κεφαλής, και τας πληγάς του, και η ακοή του εδιορθώθη, ελύθη και η γλώσσα του προς δοξολογίαν της Θεομήτορος.

Θαύμα Τεσσαρακοστόν Όγδοον.

Άς είπω ακόμη έν θαύμα από τα παλαιά, διά να μεταβώ εις τα νεώτερα θαύματα του εδικού μας καιρού. Στέφανος ο επί του θυμιάματος, έλαβε πάθος εις το ραχοκόκκαλον του από ένα ρευματισμόν, όπου τον δοξάζουν όλοι ως ανίατον, ή τουλάχιστον δυσίατον. Έπασχε λοιπόν ο άνθρωπος από σφοδροτάτους πόνους, όθεν εξώδευεν αρκετά εις τους ιατρούς, οπού επηγγέλοντο να τον θεραπεύσουν, και μηδέν ωφελούμενος επικραίνετο. Αλλ' εν τω αναμεταξύ βλέπει εις τον ύπνον του κάποιον ιατρόν ονόματι Καλοκύριον, οπού τον ωμιλούσε περί της ασθενείας του, και τον εσυμβούλευε διά να υπάγη εις τον ιερόν ναόν της Θεομήτορος, και να πίη από το αγίασμα, αν θέλη να λάβει την υγιείαν του. Διό εγερθείς εκ του ύπνου, παραχρήμα προστρέχει εις τον ρηθέντα νάον, και πίνων από το αγίασμα ηλευθερώθη από το πάθος. Όθεν διά την προς την κυρίαν Θεοτόκον ευγνωμοσύνην του έμεινεν εις τον ναόν της, εκτελών ως εκκλησιαστικός την τάξιν του θυμιάματος, και με άλλα ευώδη οσμήματα εκάπνιζε την αγίαν Εκκλησίαν. Αυτά είναι τα όσα εδυνήθημεν να διηγηθώμεν από τα παλαιά θαύματα. Τώρα δε ας αρχίσωμεν να είπωμεν και από τα νεώτερα, τα οποία έγιναν, αφ' ού ο θαυμάσιος εκείνος ανήρ, ο μέγας, λέγω, Ανδρόνικος περιεζώθη την βασιλικήν αρχήν της θαυμαζομένης αυτής Κωνσταντινουπόλεως, εξοστρακίσας από αυτήν, και από όλας τας επαρχίας του Βασιλείου το έθνος των Λατίνων. Οι οποίοι ήλθον, και πολεμικώς εξουσίασαν την Κωνσταντινούπολιν, προξενήσαντες εις αυτήν φθοράν ουκ ολίγην, και περιφρονήσαντες ανερυθριάστως το ανατολικόν ημών θρήσκευμα με άτοπα παντός είδους. Εν ώ δε εξουσίαζον αυτοί την πόλιν αυτήν, δεν φαίνεται να έγιναν θαύματα εις την ζωοδόχον πηγήν, ίσως από θείας παραχωρήσεως, ή και αν έγιναν, δεν έφθασαν όμως εις ημάς να γίνουν γνωστά. Εκείνο δε οπού ηξεύρομεν είναι, ότι αφ' ού ο ρηθείς Ανδρόνικος άρχισε να βασιλεύη εις την Κωνσταντινούπολιν, πάλιν άρχισαν τα θαύματα της ζωοδόχου πηγής, ωσάν τάχα να έγινεν αυτός ο Βασιλεύς εις την πηγήν άλλος Ελισσαίος, κάμνων όχι με άλας το ύδωρ αυτής ενεργητικόν, αλλά μάλλον με την ευσέβειαν, και με τα προτερήματα, με τα οποία υπερέβαινε τους άλλους. Και η Θεοτόκος Μαρία, ήτις χαίρει, καθώς ο μονογενής αυτής Υιός, όταν οι αμαρτωλοί μετανοούν, και ζουν βίον ενάρετον, άρχισε τότε να κάμη τόσα θαύματα, οπού δεν ημπορεί τινάς να επαριθμήση ούτε το πολλοστημόριον αυτών, αν και είχε δέκα στόματα, ή και δέκα γλώσσας. Πλην από τα πολλά οπού έγιναν, αφ' ού εβασίλευσεν, ως είπομεν, αυτός ο Ανδρόνικος, ας διηγηθώμεν ολίγα τινά με ύφος απλούν και ανεπιτήδευτον, επειδή τα διηγούμενα είναι αυτά καθ' εαυτά μεγάλα και λαμπρά, και δεν έχουν χρείαν να καλλωπισθούν με ύφος ανθηρόν, και με χρώματα ρητορείας. Είναι δε τα εξής.

Θαύμα Τεσσαρακοστόν Έννατον.

Κάποιος άνθρωπος Πελοποννήσιος, πραγματευτής κατά το επιχείρημα, με γυναίκα και τέκνα εκυριεύθη από ένα πάθος δεινόν και δυσίατον, τούτου το μεν όνομα Γεώργιος, Μαϊούλιος δε το επώνυμον. Η δε ασθένεια ήτον φαγούσα, η οποία εις όποιον συμβή, τον κατεσθίει κατά πολλά, και τον φθείρει και κατά την ζώην και κατά το πουγγί. Άρχισε να κυριεύη τον άνθρωπον αυτόν το τοιούτον πάθος από τα μέρη οπού είναι ολόγυρα εις την φούσκαν, έπειτα κατέφθειρε τα πέριξ, και αφ' ού έφθειρε και τα κρύφιά του μέρη άρχισε να καταδαπανά και τους δύω μηρούς, και ανέβαινεν επάνω εις την κοιλίαν, και ήτον μέγα το κακόν, και όσον το πάθος ηύξανε, τοσούτον και η περιουσία του ασθενούς ματαίως εξοδιάζετο εις ιατρούς, και δεν έμεινεν εις αυτόν άλλη ελπίς, ειμή ο θάνατος, και ο ενταφιασμός, διότι τόση φθορά έγινεν εις το σώμα του, όπου εφαίνοντο τα εντόσθιά του, και διά τους υπερβολικούς πόνους επρόκρινε τον θάνατον. Άφησεν όλους τους ψευδείς ιατρούς, και άγεται ως φορτίον έξω της πόλεως, εις τόπον λεγόμενον Κίονα του Κωνσταντίνου, όπου εκ παλαίοθεν ευρίσκεται ιερόν αγίασμα της Θεοτόκου, και ούτως αγόμενος βαστακτός ήκουσε φωνήν τινά οπού εις αυτόν έλεγεν, "άπελθε εις τον ναόν της ζωοδόχου πηγής, και εκεί θέλεις λάβης την υγιείαν σου". Και παραχρήμα οι βαστάζοντες τον φέρουσιν εις την ζωοδόχον πηγήν, όπου πρίν να απεράσουν τεσσαράκοντα ημέραι, πίνωντας από εκείνο το ιερό ύδωρ, και χριόμενος με τον εκείσε πηλόν, ιατρεύθη, και έπιπτον κατά γής ως φουσκαλίδες τα σαπημένα μέρη του, και εξανθούσεν εκεί άλλη σάρξ νεάζουσα και υγιεινή και ο πρώην ακίνητος έλαβε δύναμιν κατ' ολίγον, και επέστρεψεν εις τον οίκον του, ωσάν από τον τάφον αναστηθείς. Και διά να μήν μείνη το τοιούτον θαύμα αμνημόνευτον εις τους μετέπειτα χρόνους, εζωγράφισαν αυτό λαμπρώς μέσα εις τον ναόν προς δοξολογίαν και αίνεσιν της Θεομήτορος.

Θαύμα Πεντηκοστόν.

Ιδού και άλλο θαύμα όχι κατώτερον από αυτό. Κάποιος άνθρωπος από τας Σύρρας εύγαλεν άνθρακα (σερπεντζέ) επάνω εις την ράχην του, ο οποίος εξαπλώθη πολύ, και επροξενούσεν εις αυτόν πόνους σφοδροτάτους. Και επειδή το πρότερον θαύμα ηκούσθη εις πολλά μέρη της γής, έφθασε και εις τα ώτα αυτού τού πάσχοντος, όθεν ως αετός υπόπτερος προστρέχει εις τον ιερόν ναόν της ζωοδόχου πηγής, όπου καθ' ημέραν και έπινε, και εδρόσιζε με το ιερόν ύδωρ το τοιούτον πρίσμα, πλην το πάθος οπού ωμοίαζε εις το είδος ωσάν μεγάλον μανιτάρι, εφαίνετο εις ακμήν, και μετά βίας άνοιξε τρύπαν, και έτρεχε μία βρωμερά ύλη. Επειδή δε ήτον κατά πολλά πτωχός, και δεν είχε ποίος να τον επισκεφθή, εγέμισαν τα φορέματά του από τας ύλας του πάθους του, και ως ακίνητος και καταπληγωμένος, επροξένει αηδίαν και δυσωδίαν εις όλους. Ο δε Κανδηλάπτης της Εκκλησίας διά να σηκώση την δυσωδίαν αυτήν από τον ναόν, τον έβγαλεν έξω. Αλλά δεν εφάνη μισητός και δυσώδης και εις την κυρίαν Θεοτόκον, ός τις είχεν ευλαβή διάθεσιν εις αυτήν. Τούτον ευρίσκοντες τινές συμπατριώται του έξω απερριμένον, τον επιμελήθηκαν, τον επισκέφθησαν, και πάντοτε με το αγίασμα τον ερράντιζαν. Όθεν το πάθος εις αυτό το μεταξύ διεφθάρη, και το πρίσμα εκείνο απεκόπη και έπεσεν , όχι όμως από την ρίζαν. Διό κατά καιρόν ερχόμενοι οι συμπατριώται του εις τον ιερόν ναόν, πάντοτε έχριον την πληγήν του με τον πηλόν του ιερού ύδατος, και ούτω κατ' ολίγον με την χάριν της Θεοτόκου εκριζώθη το πάθος του, και ως μέλος τι σεσηπός και βρωμερόν απεκόπη και έπεσε, και άρχισε να φυτρώνει νέα σάρξ υγιής, εις τρόπον οπού ηλευθερώθη διόλου από το πάθος του, ευχαριστών εκ καρδίας την κυρίαν Θεοτόκον διά την χάριν αυτήν.

Θαύμα Πεντηκοστόν Πρώτον.

Άλλος πάλιν άνθρωπος καταγόμενος από την Δαφνοσίαν, η οποία είναι νήσος, και ευρίσκεται εις τον Εύξεινον πόντον, επληγώθη εις τον πάτον του τόσον, οπού ετρύπησε το παχύ έντερόν του, και εξήρχετο διά της οπής αυτής με πόνον και στενοχωρίαν το αποσκυβάλισμα των περιττωμάτων του, και μετ' ολίγον καιρόν εσάπη όλον το κάτω μέρος, και η κοιλία του, και ανεμποδίστως εξήρχετο η κόπρος, με το να διελύθησαν τα φυσικά όργανα, εις τρόπον οπού ιατρός δεν εδύνατο να τον θεραπεύση, ειμή μόνον δύναμις Θεϊκή. Όθεν οι συγγενείς του φέροντές τον βαστακτόν εις το ζωήρρυτον ύδωρ της ζωοδόχου πηγής, τον έρριψαν εκεί, και η φθορά από την σήψιν αυτήν τόσον εξαπλώθη, οπού έφθασε να διασπάση και το ιερόν λεγόμενον οστούν από την αρμονίαν του, όθεν μετεφέρετο από τόπον εις τόπον, ως βρέφος μέσα εις την κλίνην του, από μίαν γυναίκα, η οποία τον έχριε πάντοτε με τον πηλόν του αγιάσματος, οπού τον έβρεχε με τα δάκρυά της, και διά την πίστιν οπού είχεν εις την κυρίαν Θεοτόκον, εθεραπεύθη κατά πρώτον το ιερόν του οστούν, και μετά τούτο ιατρεύθησαν όλα τα άλλα πάθη του, και επέστρεψεν υγιής εις τον οίκον του.

Θαύμα Πεντηκοστόν Δεύτερον.

Και το θαύμα οπού έγινεν εις τον λωβόν είναι άξιον διηγήσεως. Αυτός ήτον μεν άνθρωπος αγαθός, όμως πολλά πτωχός, και κοντά εις αυτήν την δυστυχίαν απόκτησε και το πάθος της λωβής, και πρώτον μεν εις το πρόσωπον με πληγάς ουκ ολίγας, έπειτα δε και εις όλας τας αρμονίας, και εις τα άκρα του σώματος του, και εκινδύνευε να χάση μερικά μέλη του, οπού από τας πληγάς του πάθους σεσηπότα, ήτον να αποκοπώσι διόλου. Όθεν έρχεται μετά προθυμίας εις αυτήν την θαυματοποιόν πηγήν, και καθ' εκάστην έπλυνε με το αγίασμα τα σεσαπημένα μέλη του. Εν μιά δε των ημερών εξεγυμνώθη, και έλουσεν όλον του το σώμα διά να δροσίση την μεγάλην φαγούραν οπού είχε, και εν ώ ελούετο, και έτριβε το σώμα του με τον εκείσε πηλόν, και το εσκούπιζεν ωσάν με κάποιον καθαρτήριον ύσσωπον μα τα εκείσε χόρτα, και αποσπογγιζόμενος απέρριψε την τοιάυτην νόσον της λώβης, ως παλαιόν τι δέρμα, και θαυμασίως εύρε την ιατρείαν του, και ούτως ανεχώρησεν υγιής εις τον οίκον του.

Θαύμα Πεντηκοστόν Τρίτον.

Και τούτο το θαύμα ακούσατε. Εις την Βιθυνίαν είναι η Νίκαια πόλις με κάλλος και μέγεθος ουκ ολίγον, και με μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, οπού υπερβαίνει κάθε άλλην πολιτείαν κατά τε την ωραιότητα, και καθό δίδει πρώιμα τα κατα καιρούς προϊόντα. Έχει δε πλησίον και μία λίμνην Ασκανίαν λεγομένην, η οποία πλησιάζει έως εις τα τείχη της πόλεως αυτής, ωσάν να θέλη τάχα φιλικώς να την γειτονεύση, και πάλιν επιστρέφει το ρεύμα της, έχει δε η πόλις αυτή και χωρία διάφορα κατά σειράν πλησίον εις τας οχθάς της λίμνης αυτής. Η γή αυτή είναι μεν εύκαρπος διά κάθε άλλον εδώδιμον, αρίστη δε εις το να ευφράνη με οίνον και με έλαιον τους κατοικούντας αυτήν. Εκ ταύτης λοιπόν της πόλεως μία γυνή είχεν ένα υιόν, και εκινδύνευε να τον χάση από ένα πάθος ονομαζομένον άνθρακα, οπού ηκολούθησεν εις τον αστράγαλόν του, και με τον καιρόν επροχώρησεν έως εις το μηρί του, και επροξενούσεν εις αυτόν μεγάλην οδύνην. Και επειδή όλοι οι ευρισκόμενοι εκεί ιατροί δεν εδυνήθησαν να τον ιατρεύσουν, τον επήρεν η μήτηρ του, και τον έφερεν εις τον ιερόν ναόν της Θεομήτορος όπου έπαυσεν ευθύς εκείνος ο πολύς πόνος του, είτα δε βρέχων καθ' εκάστην εκείνον τον άνθρακαν, εκράτησε την ορμήν του, και μετ' ολίγον καιρόν ιατρεύθη διόλου από το πάθος με την δύναμιν του αγιάσματος, και επέστρεψεν εις τον οίκον του, ευχαριστών την κυρίαν Θεοτόκον διά την θεραπείαν του.

Θαύμα Πεντηκοστόν Τέταρτον.

Πρέπον δε είναι να διηγηθώμεν και το θαύμα οπού έγινεν εις τον λεπρόν Θεόδωρον διά το προς αυτόν πολύ έλεος και ευσπλαγχνίαν της κυρίας Θεομήτορος. Αυτός πόθεν, και ποίος ήτον είναι άδηλον, ηξεύρομεν όμως ότι εφύτρωσεν λέπρα εις το πρόσωπο του, και εφαίνετο ένα τέρας άμορφον, και ότι με όλον οπού εμεταχειρίσθη πολλά ιατρικά, δεν έλαβε καμμίαν ωφέλειαν εις το πάθος του, διό και προσέρχεται εις την πηγήν των ιαμάτων και επειδή εστενοχωρείτο πολλά από το πάθος του, οπού είχεν αυξήση κατά πολλά, υπόσχεται εις την κυρίαν Θεοτόκον, ότι αν ελευθερωθή από την λέπραν αυτήν με την χάριν της, εις όλην του την ζωήν να απέχη από το κρέας, και ταύτα λέγων ερράντιζε την λεπρωθείσαν σάρκα του με το αγίασμα της ζωοδόχου αυτής πηγής, και μετ' ολίγον ηφανίσθη η λέπρα από όλα του τα μέρη, και δεν εφαίνετο ούτε ίχνος. Ο δέ Θεόδωρος αυτός αφ' ού ιατρεύθη, αλησμονήσας, ως φαίνεται, ή λογιζόμενος εις ουδέν την μεθ' όρκου υπόσχεσιν του, άρχισε πάλιν να τρώγη κρέας. Πλην και η λέπρα άρχισε πάλιν να φυτρώνη και να εξαπλώνεται εις όλην την σάρκα του, και τα έσχατα εγένοντο χείρονα των πρώτων, και ούτω παραβάς τους όρκους διά ολίγην ηδονήν της γεύσεως, εκινδύνευε να ενδυθή την αισχύνη της λέπρας εις όλην του την ζωήν. Αναγκαζόμενος δε εβεβαίωσε πάλιν τους όρκους, διά να απέχη από το κρέας, και ούτως ηλευθερώθη από της λέπρας το πάθος. Κοντά εις αυτό το θαύμα έχω να διηγηθώ και ένα άλλο θαύμα, διά να πληροφορηθώμεν και με εκείνο, ότι δεν πρέπει ευκόλως οι άνθρωποι να παραβαίνωσι τους όρκους των, μήτε να αμελούν την τελείωσιν των υποσχέσεων των, ή το καλύτερον τελείως να μήν κάμουν όρκον, διότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν πίπτουν εις συμφοράς, εις ασθενείας, και εις ζάλας της θαλάσσης, υπόσχονται μεθ' όρκου εις τον Θεόν να φυλάττουν καθαράν την συνείδησιν, και να απέχουν από τα κακά έργα, αφ' ού όμως ελευθερωθώσιν από τον κίνδυνον, ωσάν να αλησμονούν τας συνθήκας των, πάλιν αρχηνούν τα συνήθη αυτών έργα, αντί του να απέχουν εις το εξής από τα άτοπα, λογιζόμενοι εις ουδέν την υπόσχεσιν οπού έκαμαν μεθ' όρκου εις τον Θεόν, όταν εζήτουν την Θείαν βοήθειαν. Αλλ' όμως ο Θεός παντελώς δεν απατάται, αλλά τινάς μεν συγχωρεί να αμαρτάνουν όσον ημπορούν έως τέλους της ζωής των, διατί τους έχει διά την παίδευσιν της μελλουσης ζωής, και άλλους πάλιν τους παιδεύει εδώ τάχιστα. Και το θαύμα αυτό οπού είπα ότι μας διδάσκει ήτοι να φυλάττωμεν τους όρκους, ή το καλύτερον τελείως να μην τους κάμνωμεν είναι το εξής:

Θαύμα Πεντηκοστόν Πέμπτον.

Κάποια Άννα ασελγής από κακήν συνήθειαν, εύμορφη, και διαβεβοημένη, ως αναίσχυντος οπού ήτον, εμβήκεν εις πορνοστάσιον, και επρόδιδε την τιμήν της εις όσους άνδρας ήθελον να συνευρίσκονται με αυτήν, και τόσον απέβαλε της σωφροσύνην της, οπού υπερέβαινε κατά τα ασελγήματα όλας, ήτον δε και πολλά έμπειρος διά να καταπείση και άλλας γυναίκας διά να συνευρεθούν με εκείνους οπού τας ήθελον. Όθεν αυτή διά την υπερβολικήν ακολασίαν της αποκτά πάθος εις τα υπογάστρια, και δεν ελυπείτο τόσον διά το πάθος αυτό, όσον ελυπείτο διατί δεν ημπορούσε να απολαμβάνη τας επιθυμίας της. Ούσα λοιπόν εις τοιαύτην κακήν κατάστασιν, πρίσκεται κατ' ολίγον η μήτρα της, και φουσκώνει η κοιλία της, και μετ' ολίγον το σώμα της, και ωμοίαζεν ωσάν να είχεν ύδρωπα. Εις τοιαύτα λοιπόν πάθη πίπτουσα αιφνιδίως, ελυπείτο, και εστοχάζετο πως να εύρη την ελευθερίαν του δυστυχήματος. Αφ' ού δε εκατάλαβεν, ότι αυτά τα πάθη ήτον αποτελέσματα της ασελγείας της, έκαμε καλήν απόφασιν, δεν την εφύλαξεν όμως μέχρι τέλους, δηλαδή επρόστρεξεν εις την αγνήν και κυρίαν Θεοτόκον, και υπεσχέθη μεθ' όρκου ενώπιον της ζωοδόχου πηγής, ότι πλέον να μήν μεταχειρισθή την ασέλγειαν, και να αγαπήση την σωφροσύνην, εάν ελευθερωθή από το πάθος του πρίσματος, και να φέρεται πρός τον Θεόν με ευλάβειαν, διά να καθαρισθή και από τα πρότερά της αμαρτήματα, και ούτως έμενεν εις τον ιερόν ναόν, πρισμένη ως μέγας τις κύλινδρος ήγουν ωσάν ένα βούτζι. Μέ όλον τούτο η ευμορφία της και η αναίσχυντος όψις της δεν είχον ακόμη εκλείψη, καθώς και εγώ μόνος μου την είδα πολλάκις, απερχόμενος εις τον ναόν της Θεοτόκου, και ωμίλησα με αυτήν οπού με εδιηγείτο το πάθος της, και με εβεβαίωνεν, ότι διά το πολύ πρίξιμον της εκτάνθη η ζώνη της περισσότερον από μίαν οργυιάν. Πριν δε να φθάσουν αι τριάκοντα ημέραι από τον καιρόν οπού επήγεν εις τον ναόν, και έπινεν από το αγίασμα, εφάνη εις αυτήν ότι επήγεν εκεί μία γυναίκα σεμνοτάτη μα κρηπίδας (γαλέντζες) εις τους πόδας της, και εκράτει εις τας χείρας της ένα κουμάρι γεμάτον από αγίασμα, και ραντίζουσα με αυτό την άρρωστον αυτήν, έδωκεν εις αυτήν να πίη από αυτό, και έπειτα ανεχώρησεν.

Η δε άρρωστος ταραχθείσα, παρευθύς εξύπνησε, και είδε την σεμνοτάτην εκείνην γυναίκα οπού έτρεχεν ευτάκτως, και χωρίς κρότον με τας κρηπίδας οπού είχεν εις τους πόδας της, ότε ήνοιξε και η κοιλία της, και άρχισε να ευγαίνει αέρας πολύς, και να τρέχη μία αρκετή ύλη από τα συνηθισμένα μέλη της, και το μεν πρίξιμον εταπεινούτο, η δε ζώνη της εμαζώνετο, και ύστερα από μίαν ημέραν τόσον καλά έγινεν, ώστε οι ορώντες αυτήν έλεγον, ότι δεν ήτον αυτή η πάσχουσα. Τό ίδιον αυτό εσυνέβη και εις εμένα, όταν την είδον εις τον δρόμον οπού επεριπάτει με συστολήν και σωφροσύνην. Ούτω παραδόξως η κυρία Θεοτόκος έκαμε τοιούτον θαυμάσιον. Αλλά στοχασθήτε και εις το εξής τι έπαθεν η άρρωστος αυτή, με το να μην εφύλαξε μέχρι τέλους την μεθ' όρκου υπόσχεσίν της. Αφ' ού απήλαυσεν η γυνή αυτή εντελώς την υγιείαν της, πολλά ολίγον καιρόν εφύλαττε τα όριά της, και τας συνθήκας των όρκων της. Και με όλον οπού ημπορούσε να δικαιολογηθή ότι μία κακή συνήθεια αφ' ού πολυκαιρήση, γίνεται έξις, και δύσκολα αποκόπτεται, και βιάζει πάλιν τον άνθρωπον εις το να την ενεργή, με όλον τούτο δεν έπρεπε να αθετήση τους όρκους της, και ως κύων επί τον ίδιον εμετόν να επιστραφή, και να αρχίση πάλιν να κάμνη τα συνηθισμένα της ασελγείας καμώματα. Λοιπόν ως ανόητος άρχισε πάλιν ζωγραφίσματα εις το πρόσωπον της, νιψίματα και κοκκινάδια, ερώτικα βλέμματα και κινήματα ελκυστικά διά να φέρη τους νέους εις τα θελήματά της, χωρίς να στοχασθή ποσώς τας συνθήκας και τους όρκους της, και διά να μην έχη τον έλεγχον της παραβάσεως των υποσχεθέντων πρόχειρον, ούσα πλησίον εις τον ναόν της Θεοτόκου, αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολιν, και πορευθείσα εις την Βύζαν, άρχισε πάλιν να ενεργή τας άνω ειρημένας ασελγείας της, και δεν μετενόησεν από αυτάς, ούτε ενθυμήθη τους όρκους της αποχής, με όλον οπού απέρασεν αρκετός καιρός. Όθεν πάλιν πρίσκεται πολύ κατά την κοιλίαν, και ούτω θεατριζομένη η ασέλγειά της με την ιδίαν πληγήν της, έσκασεν από το πάθος, ή διά να ειπώ καλύτερα απέρριψε και την αισχράν της ψυχήν, διότι μόνη της έφερε το κακόν αυτό εις τον εαυτόν της, με το να παρέβλεψε τους όρκους της, και δεν ενόμισεν ότι ο Θεός είναι μεν ελεήμων και οικτίρμων, αλλά είναι και δίκαιος κριτής διά να κάμη την τοιαύτην εκδίκησιν.

Θαύμα Πεντηκοστόν Έκτον.

Αλλ' άς διηγηθώμεν και άλλο παρόμοιον θαύμα της Θεοτόκου, και χαριέν. Κάποιος άνθρωπος από την Κωνσταντινούπολιν με ολίγην κυβέρνησιν, έπαθε πονόματον, όθεν επικραίνετο κατά πολλά διά τους πόνους οπού εδοκίμαζε, και το περισσότερον διότι δεν έβλεπε τας αναγκαίας του υπηρεσίας. Τούτο επροξενείτο, ως φαίνεται, από ύλην τινά παχείαν, η οποία λαμβάνουσα ύπαρξιν εις την κεφαλήν του από κακήν δίαιταν και αναθυμιάσεις της κάτω κοιλίας, έτρεχεν εκείθεν με πολλήν δριμύτητα, και κατέβαινεν εις τα κοιλώματα των ομματίων του, και περιεκύκλωνεν αυτών τας κόρας, και ούτως εμπόδιζε διόλου εις αυτάς την όψιν και την θεωρίαν, ωσάν κάποιον νέφος πυκνόν και αφεγκές, όθεν είχεν ο δείλαιος σκότος πολύ έμπροσθέν του, και δεν έβλεπε παντελώς την λάμψιν του Ηλίου, με όλον οπού είχε τα ομμάτια του ανοικτά. Προσέτι και από τον πόνον οπού η πολλή δριμύτης επροξενούσεν εις αυτόν, έτρεχον και δάκρυα με μεγάλην βλάβην των οφθαλμών του. Οι δε ιατροί δεν εδυνήθησαν να τον θεραπεύσουν, μόνον έδιδον εις αυτόν αγαθάς ελπίδας, έως ού έβλεπον φλωρία εις τας χείρας του ασθενούντος, τα οποία τους παρεκίνουν κατά πολλά να συχνάζουν εις αυτόν. Αφ' ού δε ετελείωσαν τα φλωρία, απελπιζόμενοι κατά πάντα εκείνοι οι ιατροί, ανεχώρησαν λέγοντες ότι δεν ημπορούν να τον θεραπεύσουν. Κάποιος δε φίλος του βλέπων αυτόν λυπούμενον, τον επαρακίνησε διά να αφήση κάθε άλλην ιατρείαν, και να προσδράμη εις τον καλόν Ιατρόν, οπού ιατρεύει χωρίς φλωρία, τουτέστιν εις την ζωοδόχον πηγήν. Εδέχθη την συμβουλήν του φίλου του μετά χαράς, και επακουμβών εις μίαν βακτηρίαν, χειραγωγούμενος από ένα άνθρωπον, αφήκεν όλα, και ευγήκεν έξω της πόλεως, ελπίζων ότι ευθύς οπού ήθελε πίη μετά πίστεως απο το ιερό ύδωρ, θέλει αποβάλη και το πάθος της τυφλώσεως, και ότε επλησίασεν εις τον ιερόν ναόν, άρχισε κατ' ολίγον να τον βλέπη, έως οπού τέλος πάντων ανέβλεψε καθαρά, και έβλεπε καθώς πρέπει όλην την πέριξ τοποθεσίαν. Αφ' ού δε έπιε και από το ιερόν ύδωρ, και ενίφθη, απέβαλε και εκείνην την παχείαν πάνα, οπού είχεν εις τους οφθαλμούς του. Τοιαύτην καθαράν και αναμφίβολον πίστιν πρέπει να έχωμεν διά να απολαμβάνωμεν τα καλώς έχοντα αιτήματα. Καθώς και ούτος ο τυφλός με βεβαίαν πίστιν εκίνησεν από τον οίκον του διά να υπάγη εις το ιερόν τούτο ύδωρ. Διά τούτο και επέστρεψε βλέπων καθαρά, και μεγάλη τη φωνή ευχαριστών την κυρίαν Θεοτόκον, οπού είναι η μήτηρ του αληθινού Φωτός.

Θαύμα Πεντηκοστόν Έβδομον.

Ας εκτείνωμεν τον λόγον επαινούντες την Θεομήτορα και με το θαύμα οπού έγινεν εις τον Ιωάννην Βάραγδον, Ροδέλφον το επώνυμον. Γνωστά είναι εις όλους τα θαύματα οπού έγιναν εις αυτόν από την κυρίαν Θεοτόκον, με το να τα ήκουσαν όλοι. Όθεν διά να μην αλησμονηθούν, και μένουν αγνώριστα εις τους μετά τάυτα χρόνους, και η σιωπή αποκατασταθή ζημία, κοντά εις τα άλλα θαύματα ας ειπώμεν και τούτο. Ούτος ο Ιωάννης χρηματίσας εις βασιλικήν υπηρεσίαν εις τα μέρη της Ανατολής, και εις διάφορα πάθη περιπεσών, εδοκίμασε μεγάλας βοηθείας από την κυρίαν Θεοτόκον, ότι και την παράλυσιν των μελών του, και το πολύ τρέξιμον του αίματος του, και την πληγήν οπού είχεν εις το στήθος, αυτή θαυμασίως τα ιάτρευσε, φαινόμενη εις τον ύπνον του κατά διαφόρους καιρούς. Και πρέπον είναι να διηγηθώ το παραδοξότερον των θαυμάτων οπού εγίνεν εις αυτόν. Ο Ροδέλφος αυτός μειράκιον έτι ών, ότε αρχίζει να τριχούται ο πωγών, απόκτησε το πάθος του υδρώπος, με το να έπιε ποτέ ψυχρόν νερόν, και έφθασεν η τοιαύτη ψυχρότης εις όλην την ολομέρειαν του σώματός του, εώς και εις τα άκρα των δακτύλων του. Το δέ τοιούτον πάθος κατ' ολίγον ηύξανε, και μετέδιδε το πρίξιμον εις τον αστράγαλον, μετέπειτα εις την άντζα, εις την κοιλίαν, και εις το στήθος, και εώς εις την ακρώρειαν του σώματος, οπού είναι η κεφαλή.

Τον εδυνάστευε δε και μία υπερβολική δίψα, και όσον έπινεν ύδωρ, τοσούτο μάλλον εδίψα. Εις τοιαύτην λοιπόν ασθενείαν ευρισκόμενος, και ελθών εις Κωνσταντινούπολιν, οπού έζη και η μήτηρ του, επεσκέπτετο με κάθε επιμέλειαν από διαφόρους ιατρούς οπού ήρχοντο εις αυτόν, οι οποίοι με όλον τούτον εν εδυνήθησαν να τον ωφελήσουν, έως οπού κατηνάλωσε και άπασαν την περιουσίαν του. Μετά ταύτα κάποιος άλλος ιατρός, Σύρος το γένος, μέτα επάρσεως και κομποφανείας υπεσχέθη να ιατρεύση το πάθος του. Καταπείθεται ο ασθενής εις τους λόγους του αγύρτου αυτού, ότι τοιούτον πράγμα είναι ο άρρωστος, αποβλέπων εις την υγιείαν του, μεταπηδά από ένα ιατρόν εις άλλον, καθώς ιδή πως υπόσχεται είτε αληθώς, είτε ψευδώς την ανάρρωσιν του. Όθεν παρευθύς ο τερατολόγος αυτός ιατρός ετοιμάζει ένα πιοτόν, το οποίον του έφερνε τον θάνατον διπλούν, ωσάν οπού με το ιατρικόν είχε μεμιγμένα κάποιας επωδάς και μαντολογήματα, τα οποία είναι πρός απώλειαν της ψυχής. Έδωκε λοιπόν εις αυτόν το ιατρικόν αυτό, και ο ασθενής το κατέπιε, και παραχρήμα αφ' ού ήλθε διά της κυκλοφορίας εις το στήθος του, απέρασεν εις όλα τά μέλη του, και τα έκαμεν ωσάν νεκρά, και όσοι τον έβλεπον, τον ενόμιζον μισαποθαμμένον, και οι συγγενείς του ετοίμαζον τα προς ταφήν του.

Πλην μία των ημερών προς τα μεσάνυκτα εφάνη η Θεοτόκος εις τον Ιωάννην αυτόν λέγουσα, ότι αδύνατον να υγιάνη το σώμα σου, εάν δεν υπάγης εις τον οίκον μου. Και εκείνος μήν ηξεύρων εις ποίον μέρος είναι, ερωτούσε δι' αυτόν. Η δε φαινομένη γυνή είπε πάλιν εις αυτόν: "Εάν ευγής από το τείχος της πόλεως, και απεράσης το χαράκωμα (χεντέκ), παρευθύς θέλεις ιδή το εδικόν μου παλάτιον περιφανές και ένδοξον". Ούτω λοιπόν ο Ιωάννης εγερθείς από τον ύπνον, εδιηγήθη εις την μητέρα του το όραμα. Και αφ' ού πολλά στοχαζόμενοι και οι δύω εκατάλαβαν, ότι το ρηθέν παλάτιον είναι ο ιερός ναός της ζωοδόχου πηγής, παραχρήμα κινεί και υπάγει εκεί. Τόσον δε πρίξιμον είχεν ο δυστυχής εις την κοιλίαν του, καθώς μοι εδιηγήθη, και τόσον ασύμμετρον ήτον, οπού είχε φθάση να γίνη πέντε πιθαμάς το χόνδρος, και τόσον πρίξιμον είχε το επίλοιπον του σώματός του, οπού εάν ήθελε να φέρη το άκρον του δακτύλου του εις το μέτωπον, δεν έφθανε να ακουμβήση το κόκκαλον. Ευθύς δε οπού επήγεν εις τον ναόν την πρώτην νύκτα, βλέπει πάλιν την γυναίκα οπού είχε προλαβόντως ιδή, η οποία τον επρόσταζε να έχη θάρρος και να πιστέυη ότι ογλίγωρα θέλει ιατρευθή. Έπειτα σφίγκουσα με τας χείρας της όλα του τα πριξίματα, το μεν κατά τα όπισθεν συναχθέν όλον περιεκλείσθη εις τον βουβώνα, το δε ένδοθεν του στήθους πρίξιμον συνήχθη εις εν μέρος, διό έλεγεν η φανείσα γυνή, ότι το όπισθεν πρίξιμον είναι νόσος του ύδρωπος, το δε έμπροσθεν εις το στήθος είναι αποτέλεσμα του μαγικού εκείνου ιατρικού, και της δαιμονικής ενεργείας, διά της οποίας ο Σύρος εκείνος ιατρός σε εμάγευσε. Πλήν εγώ θέλω σε θεραπεύσω και κατά τα δύω με ένα απλούν πιοτόν, το οποίον πρέπει να το δεχθής, και να προσμένης μεθ' υπομονής την ιατρείαν σου.

Αυτός δε αφ' ού απέρασε μερικός καιρός, και δεν ιατρεύθη, άρχισεν ως άνθρωπος να βαρύνεται, να αδημονή, και να λυπήται, νομίζων ότι ο Θεός αργεί να κάμη την χάριν και ευεργεσίαν του. Και τούτο, επειδή τα μέλη του σώματός του είχον πόνον πολύν, κατ' εξοχήν δε τα αιδοϊά του, με το να ήτον πρισμένα, και σχεδόν κολλημένα εις τους μηρούς. Με όλας δε αυτάς του στενοχωρίας δεν έλειπεν από το να αποδίδη δοξολογίας και δεήσεις εις την κυρίαν Θεοτόκον διά την υγιείαν του. Μετά παρέλευσιν δε τριάκοντα και τριών μηνών, αφ' ού είχεν αρρωστήση, από τους οποίους μήνας δύω μόνον τους υστερινούς έκαμεν εις τον ναόν της Θεοτόκου, μίαν νύκτα είδε πως κατέβαινε μέσα εις το αγίασμα, και εκεί είδε μίαν γυναίκα ευπρεπεστάτην, η οποία εστέκετο επάνω του ύδατος, και εβάστα εις τας χείρας της αγγείον πήλινον, το οποίον εγέμισεν από το ύδωρ, και έβαλεν ομού μέσα εις αυτό κάποιον ληνόν από χόρτον ωφέλιμον διά τα τοιάυτα πάθη, τον οποίον είχε φέρη έμπροσθεν εις την αγίαν εικόνα του Χριστού διά να τον ευλογήση. Αφ' ού τον έβαλε μέσα μέσα, επρόσταξε τον ασθενή να ανοίξη το στόμα του αγγείου, και να πίη από το ύδωρ, εν ώ δε έπινεν, εσήκωσεν η γυνή εκείνη το φορεμά του, και εψηλάφισε την κοιλίαν του παρευθύς ανεχώρησεν. Ο δε Ιωάννης αυτός εξυπνήσας, εύρε βρεγμένα τα φορέματά του, και το στρώμα του από ένα χλιαρόν υγρόν, και εσυλλογίζετο το όραμα οπού είδε την νύκτα. Παρετήρησε δε ότι έτρεχεν από το σώμα του ακόμη ως σωλήν εν βρωμερόν υγρόν οπού ενόμιζεν ότι κατουρείται, και εντρέπετο διά να μην το μάθει την ημέραν τινάς, όθεν προσκαλεί την μητέρα του οπού ήτο πλησίον, και απαγγέλει εις αυτήν όλα αυτά οπού έγιναν. Και λοιπόν εις τούτον τον τροπόν από τον φυσικόν δρόμον ραγδαίως εχύθη από επάνω του το δεινόν αυτό της ασθενείας, και ηλευθερώθη από αυτό του το πάθος. Ούτος δε και έτι ζών, ώς κήρυξ μεγαλόφωνος διακηρύττει εις όλους της Θεομήτορος τα θαυμάσια, τα οποία ακούσας και ο ευσεβέστατος Βασιλεύς, ός τις μάλλον εχαίρετο διά αυτά, παρά διά την βασιλείαν, εσυνάθροισε τον Λαόν, Ιερείς, Μοναχούς, και άπαν το πλήθος το χριστιανικόν, και έκαμεν ολονύκτιον δέησιν εις την κυρίαν Θεοτόκον, οπού εκτελεί τα τοιαύτα θαύματα.

Θαύμα Πεντηκοστόν Όγδοον.

Πρέπει πρός τούτοις να διηγηθώμεν και το άλλο θαύμα οπού έγινεν εις τον Βάραγγον Μανουήλ. Αυτός πάσχων από ένα δριμύν χυμόν, εγέμισε πρίσματα ανάμεσα εις τους μηρούς, τα οποία εντός ολίγου έγιναν θανατηφόρα. Πρώτον μεν άρχισαν να τον τρώγουν, όθεν συχνά κατεξέετο με τους όνυχάς του, και εκ τούτου έτι μάλλον τα πρίσματα εθύμωσαν, διά τούτο ήτον ανυπόφορον, και ούτε ιατροί εδυνήθησαν να θεραπεύσουν την μεγάλην εκείνην διαφθοράν, από την οποίαν ετρύπησε και ο πάτος του. Αφ' ού πρώτον από την σήψιν εμελανώθη η σάρξ του, και εγέμισεν ο μηρός του, και αυτός ο πάτος του από πληγάς. Καί ούτως οι μεν ιατροί απορούσαν διά την θεραπείαν του, ο δε ασθενής εύρεν εύκολον ιατρείαν το ιερόν ύδωρ της ζωοδόχου πηγής, οπού προσελθών, το μεν αγίασμα έπινεν καθ' εκάστην, εις δε τα πληγωμένα και σαθρωμένα μέλη του σώματος άλειφε τον πηλόν, εις τρόπον οπού διόλου εθεραπεύθη, και πριν να φθάση ο μήνας έλαβεν εντελή την θεραπείαν του. Αυτά τα δύω θαύματα, ηγούν το 57ο και το 58ο, τα εζωγράφισαν, και τα έβαλαν έμπροσθεν εις τον ναόν, διά να φαίνονται εις όλους, και να μην αλησμονηθούν, τα οποία κηρύττουσιν αδιαλείπτως εις κάθε ένα τας ευεργεσίας της Θεομήτορος.

Θαύμα Πεντηκοστόν Έννατον.

Κρίνω άξιον διηγήσεως προσέτι και το θαύμα οπού έγινεν εις την Βασίλισσαν Ευδοκίαν, το οποίον είναι μεν ως και τα άλλα θαυμαστόν, γίνεται δε ενδοξότερον, επειδή έγινεν εις μίαν περιφανή Βασίλισσαν. Δεν είναι ανάγκη να διηγηθώ την πατρίδα, το γένος, την διαγωγήν και μάθησιν αυτής, με το να είναι εις όλους γνωστόν, ότι πατέρα μεν είχε τον ένδοξον Μουζάλων, ο οποίος με το να ήτο φιλόμουσος, και χαρίης κατά τε την γλώσσαν και κατά την γνώμην, έφθασεν εις τα κοινά βασιλικά υπουργήματα, και ηξιώθη με μεγάλην βασιλικήν τιμήν να γένη και φύλαξ των βασιλικών χρημάτων. Η δε Μήτηρ της Βασιλίδος αυτής ήτο από τους Κατακουζηνούς, των οποίων πόση ήτο η ευγένεια, και η φήμη είς τε την ανδρείαν και την στρατηγίαν, αι αρχαίαι ιστορίαι το διηγούνται. Αρκεί μόνον να είπω προς έπαινον της ρηθείσης Ευδοκίας, ότι ο υίος του Βασιλέως, Κωνσταντίνος, ο περιφανής δεσπότης οπού υπερέβαινεν εις τον καιρόν του και κατά την γνώμην, και κατά την πατρικήν αρετήν τους πάντας, την εδιάλεξε διά συζυγόν του, και ούτως αυτή έγινε νύμφη του Βασιλέως. Ούσα λοιπόν τοιαύτη, είχεν εξ αρχής πολύν πόθον και ευλάβειαν εις το ιερόν ύδωρ της ζωοδόχου πηγής, και διά τούτο αφ'ού συνέβη να υποπέση εις εν πάθος δεινόν, ευκόλως κατά την πίστιν της ευρίσκει και την θεραπείαν της, το δε πάθος της εφαίνετο εις άκρον σπασμοδικόν, και είδος δυσίατον απεψίας, ωσάν οπού εφθάρη ο στόμαχός της από την αλόκοτον ταραχήν, και έλαβε κακήν έξιν, όθεν καταντούσε πολλάκις εις συνεχείς λιποθυμίας. Ακολουθούσαν έπειτα εις αυτήν εμετοί, και αηδίαι πολλαί, τόσον οπού ελίγνευσε με την πολυκαιρίαν, και εφαίνετο ωσάν σκέλεθρον, διότι πώς ημπορούσε να τραφή, όταν δεν εδύνατο να κρατήση το φαγητόν εις τον στόμαχον, και να το χωνεύση? Ο στόμαχός της είχε φθάση εις μίαν κατάστασιν, οπού ότι έτρωγε, πάλιν το εξερνούσεν.

Ούτω δε κακώς διακειμένη, εζήτει να μεταβή από τον οίκον της εις άλλο μέρος, ελπίζουσα με την μεταβολήν του αέρος να εύρη και εις το πάθος της παραμυθίαν. Ευγαίνει λοιπόν από την πόλιν, και αφ' ού επήγεν εις εν προάστειον από τα εδικά της, οπού εκαλείτο Μελιτιάς, έστειλε και έφερεν από το ιερόν ύδωρ της ζωοδόχου πηγής, και έπιεν, από το οποίον εδοκίμασε περισσοτέραν ωφέλειαν, παρά από όλα τα πολυκατασκεύαστα φάρμακα των ιατρών. Εις τούτον τον τρόπον πίνουσα μετ' ευλαβείας από το ιερόν ύδωρ, έπαυσαν και οι εμετοί, και ο στόμαχός της έλαβε μεγάλην ανάρρωσιν, όθεν και η εκ της πολυκαιρινής ασθενείας εκείνη κακή έξις ταχέως διελύθη, και αι φυσικαί ενέργειαι του σώματός της υγιεινώς εκτελούντο. Συνέβη δε εις αυτήν και ένα πράγμα άξιον παρατηρήσεως, επειδή όταν είχε ποικίλην τράπεζαν, και έτρωγε διάφορα φαγητά, τότε αντίς να τραφή, περισσότερον εξηραίνετο, και εφαίνετο ωσάν να ήτον με οστέα γυμνά, με δέρμα μόνον και νεύρα προσηρμοσμένα, και όσον ηκολούθει αυτόν τον τρόπον του ζήν, τοσούτον ηύξανεν η κακοχυμία, και το πάθος εδυνάμωνεν, οπόταν δε εμεταχειρίζετο μετριωτέραν τροφήν, τότε το σώμα της ελάμβανεν ευτροφίαν και παχύτητα. Και διά το φαινόμενον αυτό ίσως ημπορεί τινάς να είπη ότι συμφωνεί με το Ιπποκρατικόν λόγιον. Τα μη καθαρά των σωμάτων οκόσον αν θρέψης, μάλλον βλάψεις (Τμημ. β΄. Αφορ. ί). Πλην ημείς δεν σφάλλομεν και αν είπωμεν, ότι η αρετή της εγκρατείας εχρειάζετο εδώ κατά χρέος, με το να έγινεν η θεραπεία αυτή παραδόξως από το ιαματικόν ύδωρ της ζωοδόχου πηγής.

Θαύμα Εξηκοστόν.

Άς είπω και άλλο όχι μικρότερον θαύμα, διά να μην αλησμονηθή και τούτο. Μετά παρέλευσιν χρόνων εικοσιτεσσάρων αφ' ού εβασίλευσεν ο Ανδρόνικος, η φήμη των θαυμάτων της ζωοδόχου πηγής με το να έτρεχεν εις όλα τα μέρη, συνήχθη πλήθος πολύ ανθρώπων διά να πανηγυρίσουν την ημέραν της εορτής, οπού δεν εδύνατο τινάς, όσον αριθμητικός και αν ήτον να κάμη την επαρίθμησιν, επειδή ο μεν ναός επαρομοίαζεν ωσάν το μελισσοδοχείον, το δε πλήθος των ανθρώπων, ως το σύστημα όλον των μελισσών, όπου να μην ημπορούσε να μαζώξη το μέλι από κανένα άλλο μέρος, παρά μόνον από τον ιερόν ναόν της ζωοδόχου πηγής, όπερ εστί το πλήρες χάριτος νάμα, το οποίον πινόμενον απέδιδεν εκάστω την θεραπείαν. Εν ώ λοιπόν ο ιερός αυτός ναός ήτον γεμάτος από ανθρώπους, ηκολούθησεν ένας θόρυβος πανταχόθεν και από κάθε ηλικίας ανθρώπους, επειδή εκεί και βρέφη βυζάρικα, και παίδες, και νεανίσκοι, άνδρες τε και γυναίκες, και κάθε ηλικίας και αξιώματος άνθρωποι είχον άμιλλαν μεταξύ των, ποίος πρώτον να μεθέξη από το ιερόν αγίασμα. Ούτω συνθλιβόμενοι οι άνθρωποι εις την σκάλαν, η οποία ήτο κατασκευασμένη με μάρμαρα κομματιαστά, και συνταραττόμενοι εκούντησαν ένα στύλον μαρμαρένιον από εκείνους οπού εβαστούσαν την σκάλαν, ο οποίος διά το υπερβολικόν βάρος της σκάλας αυτής, ετινάχθη από την βάσιν του, και εκρημνίσθη, και κτυπών την προκειμένην φιάλην του ύδατος με σφοδρότητα, την έρριψε κατά γης, είτα και αυτός έγινε πολλά κομμάτια, τα οποία διεσκορπίσθησαν εις διάφορα μέρη του ναού χωρίς να φέρουν ζημίαν εις κανένα άνθρωπον. Αλλά και οι πόδες των ανθρώπων από τους οποίους ήτο κατά πολλά γεμάτος ο ναός, έμειναν διόλου αβλαβείς με την θαυμάσιον βοήθειαν της κυρίας Θεοτόκου, επειδή ο στύλος ήτο δύω οργυαίς το ύψος, ωσάν λίθος κορακίτης, το δε χόνδρος όσον να ημπορούν να τον ζώσουν δύω άνθρωποι με τας αγκάλας των.

Θαύμα Εξηκοστόν Πρώτον.

Και διά να γίνω όσον το δυνατόν σύντομος, ας συγκαταλέξω εις το κεφάλαιον αυτό και το θαύμα οπού έγινεν εις τον Χρυσόζωνον Μιχαήλ, ός τις έπασχεν από το πάθος της λιθιάσεως, και ιατρευθείς με την βοήθειαν της κυρίας Θεοτόκου, έχυνεν ευκόλως το ούρος του. Και εκείνο το θαύμα οπού έγινεν εις τον Σεβαστιανόν Θεόδωρον, ο οποίος έχων τρυπημένην την κάτω κοιλίαν, και εγγύς ών εις τον θάνατον, με την δύναμιν του ιερού τούτου αγιάσματος εθεραπεύθη. Όθεν και οι δύω αυτοί άχρι τούδε ζώντες, προσέρχονται εις τον ναόν της κυρίας Θεοτόκου κατ' έτος, και αποδίδουσι την προσήκουσαν ευχαριστίαν. Προσέτι άς συγκαταλέξω εδώ και την θαυμάσιον θεραπείαν της πολυχρονίου παραλύσεως των μελών της γυναικός του Αμινσέλη Γεωργίου. Αυτή απελπισθείσα εις το πάθος της από τους ιατρούς, και δείξασα μεγάλην προθυμίαν και πίστιν εις το ιερόν τούτο ύδωρ, παραδόξως εθεραπεύθη με την χάριν της Θεοτόκου, λυτρωθείσα από τον θάνατον. Αλλ' ώ ύδωρ ζωήρρυτον δος μοι δύναμιν διά να ημπορέσω, πριν να τελειώσω τον λόγον μου, να διηγήθω ακόμη έν ή δύω από τα θαύματα, τα οποία η κυρία Θεοτόκος ενεργεί διά σου, επειδή με την βοήθειάν σου εδυνήθην να κινήσω τον ακαλλή μου κάλαμον, και να περιγράψω πράγματα ανώτερα της ασθενούς ημών καταλήψεώς τε και δυνάμεως.

Θαύμα Εξηκοστόν Δεύτερον.

Ούτω λοιπόν με την θείαν βοήθειαν, ας διηγηθώμεν το θαύμα οπού έγινεν εις τον Μάρκον τον Ιερέαν. Αυτός είχε μεν την πατρίδα παρά τον Μαίανδρον ποταμόν, ανετράφη δε εις Όρος το Πήλιον, εις τους πρόποδας του οποίου είναι κτισμένον Μοναστήριον του Κρόισου. Μέσα εις το μοναστήριον τούτο ο Μάρκος αυτός εδιδάχθη την μοναδικήν πολιτείαν εξαίρετα, κατά την προθυμίαν οπού είχεν εξ αρχής του να γίνη οπάδος αρίστων και τελειοτάτων Μοναχών προς άσκησιν ζωής υψηλοτέρας. Έπειτα εκείθεν ανεχώρησεν διά την Κωνσταντινούπολιν, οπού ελθών κατεστάθη ηγούμενος της ιεράς μονής των Στουδίων, ός τις και εισέτι εν τοις ζώσι διατέλει, μετερχόμενος την εν Χριστώ απλότητα, και τρυγών τον ουράνιον καρπόν διά της αρετής του. Αυτός ο ευλαβής Ιερεύς απόκτησε κακοχυμίαν εις το σώμα του, θέλων να ταπεινώση την σάρκαν του και τα σκιρτήματα αυτής με άκραν σκληρότητα και κακοπάθειαν, και μεταχειριζόμενος εις τροφήν του χόρτα αλατισμένα και ξηρά, τα οποία εκτέλουν κακόχυμον αίμα και δριμύ, γεμάτον από αλμυρόν υγρόν. Μεταχειριζόμενος δε πολύν καιρόν την τοιαύτην δίαιταν, το πάθος κατήντησεν εις έξιν, και τον εταλαιπώρει μεγάλως, επειδή το δριμύ και αλμυρόν εκείνο ύγρόν φερόμενον εις όλα τα μέρη του σωματός, ήτον ανάγκη να εύγη και εις το δέρμα, να εξανθίση και εις αυτήν του σώματος την επιφάνειαν, όπου κεντών τα αισθητικά του δέρματος μόρια, επροξενούσεν εις αυτόν μεγάλον γαργαλισμόν, και τον ηνάγκαζε κατά πολλά να ξέεται, ώστε από τον πολύν ξυσμόν αιμάτωνε με τους όνυχας την σάρκαν του, και όσον περισσότερον εξέετο νομίζων να εξαλείψη την φαγούραν, τοσούτον περισσότερον ερέθιζε το πάθος, και τοιουτοτρόπως ενοχλείτο από αυτό χρόνους επτά αδιαλείπτως. Και επειδή είχε μεταχειρισθή κάθε είδος ιατρικών φλεβοτομίαν και άλλα καθάρσια, και δεν εδυνήθη να καταδαμάση την ασθένειάν του, μίαν των ημερών την αυγήν αναχωρήσας από τον οίκον του προστρέχει εις την γλυκυτάτην και ζωηφόρον πηγήν φέρων κατά την συνήθειαν και τα χρειώδη πρός ιεράν λειτουργίαν. Ήλθον δε κατ' εκείνην την ώραν και πολλοί άνθρωποι από άλλα μέρη της πόλεως. Ο δε Ιερεύς της Εκκλησίας ο εφημέριος έλειπε τότε ευρισκόμενος μέσα εις την πόλιν. Όθεν Μάρκος αυτός ο Ιερεύς ελυπείτο κατά πολλά, οπού δεν ηξιώθη, καθώς ήλπιζε, να ακούση την λειτουργίαν. Πλήν το πλήθος οπού είχεν έλθη των προσκυνητών τον επαρακινούσε διά να λειτουργήση ο ίδιος εκείνην την ημέραν, το οποίον και το έκαμε, και μετά την λειτουργίαν καταβάς εις την φιάλην του αγιάσματος, έχυσεν εις όλον το σώμα του από το αγίασμα αυτό, και επλύθη τριβόμενος με το χέρι του, και ώ του θαύματος, όλον εκείνο το δριμύ και αλμυρόν υγρόν, οπού τον ενοχλούσεν εξέλιπε με την χάριν του ιερού τούτου νάματος, και έκτοτε έμεινεν απαθής και υγιής.

Θαύμα Εξηκοστόν Τρίτον.

Αλλ' άς διηγηθώ κατά δύναμιν και το μέγα θαύμα οπού έγινεν εις τον θαυμαστόν και πολύν Μακάριον, το οποίον θέλει είναι το έσχατον, και ωσάν να είπω μία σφραγίς των λόγων μου, διατί αν θελήσω να διηγηθώ όλα της ζωοδόχου πηγής τα αξιάκουστα θαύματα, βέβαια ο λόγος μου θέλει καταντήση απέραντος. Ούτος λοιπόν ο Μακάριος, ο και κατά την ονομασίαν και κατά τον τρόπον τοιούτος, πατρίδα είχε τας Σέρρας, το γένος του ήτον περιφανές, και οι γονείς του ευγενείς, και δεν εσεμνύνετο μόνον κατά τον πλούτον, και κατά τας άλλας ευπορίας, αλλά μάλλον κατά την αρετήν και θεοσέβειαν και τους μεν λοιπούς συμπατριώτας υπερέβαινον, καθώς είπομεν, οι γονείς του, αυτοί δε από τον εδικόν τους υιόν ήτον κατώτεροι, και νικώμενοι κατά την αξιέπαινον όντως αρετήν. Τοιούτος λοιπόν ών, αναχωρεί από τα εγκόσμια, και έρχεται εις ανωτέραν και τελειοτέραν διαγωγήν, και πάντοτε προκρίνων την ησυχωτέραν ζωήν, περιήρχετο εις τα όρη διά να δυνηθή να φθάση εις θεωρίας κρείττονας και ανωτέρας. Μετά δε ταύτα καταλαμβάνει και την Κωνσταντινούπολιν, οπού περιέπεσεν εις ένα πάθος δεινότατον, όχι από τρυφήν και πολυτέλειαν, αλλά με το να ήτο ακόμη ασυνήθιστος εις πόνους ασκητικούς, με τους οποίους εσκληραγωγείτο, διά να υποδουλώση το σώμα εις τα νεύματα της ψυχής, και να ημπορέση ευκόλως να φθάση εις την τελείαν αρετήν. Η δε ασθένειά του ήτο εν άσθμα φλεγματώδες βαρύ, και τον επείραζεν εις τα καίρια της ζωής, με το να εδυσκόλευε την αναπνοήν του καταπιέζον τον πνεύμονα οπού είναι ένα από τα ευγενή όργανα του σώματος, εις τα οποία συνίσταται η ζωή, ώστε το πάθος είχε καταντήση εις δύσπνοιαν, γίνεται δε το πάθος τούτο από κάποιον ρεύμα, το οποίον ψυχρανθέν εις την κεφαλήν, αδιαλείπτως καταβαίνει εις το στήθος, και διά την περίσσειαν του ρεύματος μεταδίδεται και εις τον συριγκώδη πνεύμονα, ίσως δε και από κακοχωνευσίαν, επειδή ευρισκόμενον το στομάχι αδύνατον, δεν ημπορεί καλώς να χωνεύση τα φαγητά, και διά τούτο μεταβάλλει το περισσότερον αυτών μέρος εις φλέγμα, μεταδίδει αυτό και εις τον πνεύμονα. Εις τουτόν λοιπόν τον τρόπον όταν ο πνεύμων εργάζεται την αναπνοήν, ών γεμάτος και πεφραγμένος από αυτά τα φλέγματα, κατ' ανάγκην στενοχωρείται, και ασθμαίνει, όθεν αναγκάζει τον πάσχοντα να ανοίγη συχνότερον το στόμα του, και να το πλατύνη περισσότερον, πλήττεται δε και το στήθος του από τάς σφοδροτάτας εισπνοάς και εκπνοάς του αέρος, και από τον τοιούτον αγώνα δοκιμάζουσι κλόνον και αι σιαγώνες του, και τα ομμάτιά του πρίσκονται, και το σώμα του λεπτύνεται, με το να μην ωφελήται καθώς πρέπει από την αχώνευτον ή κακοχώνευτον τροφήν, και από την πολλήν στενοχωρίαν όλη η κατασκευή του σώματος εκταράττεται, ώστε νομίζει ότι έχουν να διαχωρισθούν όλαι αι συναρθρώσεις του. Και αφ' ού δοκιμάση αυτά, ύστερον από μερικάς ημέρας, ωριμάζει εις το στήθος το φλέγμα, και αρχίζει να εξέρχεται από το στόμα παχύ, και ωσάν αφρός.

Τούτο το πάθος δυσίατον νομίζεται από τους ιατρούς, οι οποίοι, όταν φθάση εις ακμήν και αύξησιν, δύσπνοιαν το ονομάζουσιν από την δυσκολίαν οπού φέρει εις την αναπνοήν. Πλήν εις τον ρηθέντα Μακάριον είχε φθάση εις τον δεινότατον βαθμόν, εις τον οποίον οι ιατροί ορθόπνοιαν το ονομάζουσιν, από την ανάγκην οπού έχει ο ασθενών να κάθεται ορθός διά να αναπνεύση. Με όλα δε τα ιατρικά οπού έκαμαν οι ιατροί προς θεραπείαν του δεν ωφελήθη, όθεν επεθύμει τον θάνατον. Και τόσον έγινεν ισχνός από την σκληρότητα του πάθους, οπού εφαίνετο ωσάν σκέλεθρον, και ταις περισσότεραις φοραίς να φάγη δεν ημπορούσεν, αλλ' ούτε και να κοιμηθή, μη δυνάμενος να πλαγιάση εις κλίνην, αλλ' αναγκαζόμενος να κάθηται ορθρός εις αυτήν δια να πάρη την αναπνοήν του, και από την πολλήν βίαν και στενοχωρίαν έχυνεν άπειρον ιδρώτα, και εις κάθε εκπνοήν ενόμιζε ότι θέλει ξεψυχήση. Τόσον το κακόν ήτον μεγάλον, και από τους ιατρούς ανίατον, οπού από την αθλίαν του κατάστασιν δεν έμεινε πλέον εις αυτόν ούτε ομιλία, ούτε καμμία θέλησις, ή όρεξις, αλλ' ήτο όλως διόλου ακίνητος και όρθιος εις την κλίνην του, και με μεγάλην δυσκολίαν εύγαζε το φλέγμα και το έπτυεν εις εν αγγείον οπού είχε κοντά του, εις τρόπον οπού ήτο χωρίς ελπίδα αναρρώσεως, και θέαμα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον, και ως νεκρός ενομίζετο από τους περισσοτέρους.

Της νόσου αυτής το θαυμάσιον τι λογής εστάθη, κατ'ακρίβειαν το μανθάνομεν από τον ιερόν Ιωσήφ, ός τις είναι αξιόπιστος, εραστής της Σοφίας, μουσείον ζωντανόν, και βιβλιοθήκη τις έμψυχος, και τω όντι φιλόσοφος ικανός εις το να διασαφήση την φύσιν του κάθε πράγματος, με λέξεις γλαφυράς και προσφυεστάτας, με το να είναι ανήρ πολλά εξασκημένος εις τα μαθήματα, και εις την ενάρετον διαγωγήν, και με τόσην τελειότητα οπού δυσκόλως ημπορεί να διακρίνη τινάς, αν η μάθησις αυτού υπερνικά την αρετήν του, ή τανάπαλιν. Ούτος ευρισκόμενος παρών, εθεώρει τάυτην την νόσον του Μακαρίου, γινόμενος αυτώ παρηγορία κατά πάντα, και πείθων αυτόν να φιλοσοφή και να υπομένη. Τον υπηρέτει έως και εις τα παραμικρά, διά να μην κλίνη εις αδημονίαν διά την υπερβολικήν του ασθένειαν. Ούτως ευρισκόμενος αθλίως ο ρηθείς Μακάριος, προστίθεται εις την ασθένειάν του και άλλη νόσος, ωσάν να ήτον ολίγη η πρώτη του ασθένεια. Γίνονται λοιπόν εις την φούσκαν του μόρια αμμώδη, τα οποία ενούμενα έφθασαν με την σύμπηξιν εις μεγαλήτερον όγκον, ώστε εμπόδιζον το τρέξιμον του ούρους. Και λοιπόν στενοχωρούμενος από αυτά τα θανατηφόρα πάθη, το άσθμα δηλαδή και την δυσουρίαν, είχε διά μεγίστην ευεργεσίαν, εάν ήρχετο εις αυτόν ο θάνατος. Και εις τούτον τον τρόπον κάθε ώραν αποθνήσκων, έλαβε πόθον και έφεσιν του να μεταφερθή εις το ιερόν ύδωρ της ζωοδόχου πηγής, οπού πορευθείς και πίνων από το ύδωρ αυτό όλα εκείνα τα αμμώδη μόρια του ούρους τα απέρριψε, τα οποία και εφαίνοντο μέσα εις το ουροδοχείον. Και ούτως από μεν το ένα πάθος ηλευθερώθη, συνείχετο όμως από το άλλο το πολυχρόνιον, πλην είχεν αγαθάς ελπίδας να ιατρευθή και από αυτό, βλέπων ότι ιατρεύθη ευκόλως από το άλλο πάθος της δυσουρίας. Όθεν εύελπις απέφυγε την κακοπάθειαν του να απέλθη πάλιν μόνος του εις την ζωοδόχον πηγήν, μόνον έπεμψεν άνθρωπον διά να φέρη από εκείνο το ιερόν ύδωρ, με το οποίον, καθώς το έφερεν ο σταλείς άνθρωπος, ευθύς ελούσθη. Έπινε δε και από αυτό ημέρας αρκετάς, και ούτως άρχισε με την βοήθειαν του ύδατος αυτού να διώκεται η νόσος κατ' ολίγον, και πρώτον μεν ελάμβανε τον αέρα πρόχειρον, είτα δε και το φλέγμα εξεκόπτετο, και εκαθαρίζοντο αι συριγγώδεις τόποι του πνεύμονός του, και ο σίελος με το φλέγμα εξήρχοντο εκ του στόματος ευκόλως. Και μέρος μεν του φλέγματος επτύετο εις τούτον τον τρόπον, μέρος δε εξήρχετο διά του ούρους, και εφαίνετο εις την επιφάνειαν αυτού να επιπολάζη ωσάν χιών, και μέρος αυτού του φλέγματος κατήρχετο εις τους πόδας έσωθεν διά των πόρων, ή λυμφατικών αγγείων εις τόσην ποσότητα, ώστε επρίσθησαν υπέρ το συνήθες, και εφαίνοντο πώς έχουν να διαρραγούν από την πολλήν έκτασιν οπού εδοκίμαζον. Και εις τούτον τον τρόπον το πάθος του άσθματος επολεμείτο από εκείνο το ιερόν ύδωρ διά να λείψη, ο δε πηλός του ιερού αυτού ύδατος χρισμένος εις τα πρισμένα ποδάρια, εθεράπευε το πρίξιμον οπού είχον. Όθεν ελαφρωθείς από την μεγάλην στενοχωρίαν οπού εδοκίμαζεν, ήλθεν εις την ιεράν πηγήν περιπατών, οπού και έμεινεν ημέρας τεσσαράκοντα πρός υμνολογίαν και ευχαριστίαν της κυρίας Θεοτόκου.

Αυτός ο ασθενής έτι ζή τον οποίον ίδομεν και ημείς με θαυμασμόν, καθώς και όσοι τον βλέπουν απορούσιν, αν είναι εκείνος οπού εκατάκειτο βασανιζόμενος από τοιαύτα δυσίατα πάθη χρόνους 16. Και αυτός ό ίδιος είναι οπού επαρακίνησε και ημάς εις το να αναλάβωμεν τούτον τον αγώνα της διηγήσεως των ασθενειών του, και μας εθάρρυνε με τας ευχάς του εις τούτο το έργον, το να ανερευνήσωμεν δηλαδή και να εξιστορήσωμεν, όσον το εφ' ημίν, τα θαυμάσια οπού έγιναν εις την ζωοδόχον πηγήν διά της χάριτος της κυρίας Θεοτόκου. Διό το εις αυτόν γεγονός θαύμα ετάχθη ύστερον από όλα εις αυτήν την διήγησιν, οπού εκάμαμεν με πολλήν συντομίαν, επειδή αν ήθελαμεν να εκτανθή περισσότερον διηγούμενοι αυτά τα θαυμάσια, έπρεπε βέβαια να αποκάμωμεν, με το να ήτο το πράγμα υπέρ δύναμιν ανθρώπινην, διότι καθώς είναι αδύνατον να επαριθμήση τινάς, όταν ευρίσκεται εις το πέλαγος, τα κύματα της θαλάσσης, τοιούτης λογής και έτι περισσότερον είναι αδύνατον να διηγηθή τινάς τα θαύματα οπού γίνονται κάθε ημέραν εις την ζωοδόχον πηγήν με τρόπον παράδοξον, και υπέρ έννοιαν ανθρωπίνην. Τόσον μόνον φθάνει, οπού εδώκαμεν, όσον το δυνατόν, ολίγην τινά νήξιν, διά να στοχασθή ο καθείς την υπερβάλλουσαν δύναμιν του ζωηρρύτου αυτού ύδατος κατά τε το φυσικόν, και κατά το υπέρ φύσιν, δεικνύοντες από το κράσπεδον το φόρεμα, ή εξ όνυχος τον Λέοντα κατά την παροιμίαν. Και διά να πληροφορηθώμεν περισσότερον την υπερβολικήν δύναμιν και χάριν αυτού του ύδατος, άς συγκρίνωμεν αυτό με τα γνωστά άλλα ύδατα παλαιά τε και νέα, οπού έφθασαν εις τιμήν και υπόληψιν διά τε την ψυχρότητα, και την καθαρότητα, και διά την υγιεινήν αυτών χρήσιν.

Α'. Ο θεόπτης Μωϋσής εξιστορών την κοσμογένειαν, και διηγούμενος του παραδείσου το χάριεν λέγει "Πηγή ανέβαινεν εκ της γής, και επότιζε πάν το πρόσωπον της γής". Αλλά εκείνη μεν έρεεν απλώς ύδωρ, η δε ιερά πηγή η ζωοδόχος κοντά οπού επαινείται διά το εξαίρετον ύδωρ οπού αναβρύει, διαφημίζεται ακόμη και εις όλον το πρόσωπον της γής διά την θεραπείαν οπού με την χάριν της Θεοτόκου μεταδίδει εις όσους μετά πίστεως και ευλαβείας πίνουσιν αυτής το ύδωρ, και ούτω δροσίζει όλην την περίγειον λήξιν της οικουμένης.

Β'. Ο αυτός Μωϋσής ανέβλυσε τον παλαιόν καιρόν εις τους Εβραίους οπού εδιψούσαν ύδωρ από απότομον πέτραν, πλήξας αυτήν με την ράβδον του. Πλήν τούτο εγίνετο πρός καιρόν, και πάλιν η πέτρα απεκαθίστατο εις την άνικμον αυτής φύσιν. Η δέ ζωοδόχος πηγή ρέει αδιαλείπτως και εις πάντα καιρόν άφθονα ρείθρα, οπού δεν αφήνει κανένα από εκείνους οπού θέλουν να πίουν υστερημένον, και προσέτι, όταν στοχασθή τινάς και την υγιείαν οπού δίδει εις τους αρρώστους, θέλει ειπή βέβαια ότι εκείνη η πέτρα έχει τα δευτερεία, και δεν έχει καμμίαν σύγκρισην με την ζωοδόχον αυτήν πηγήν.

Γ'. Και το ύδωρ οπού ήτο εις του Σιλωάμ την κολυμβήθραν είχε την χάριν του, και έρρεεν αφθόνως, πλην εις εκείνον μόνον οπού εξαπεστέλλετο από την πόλιν Ιερουσαλήμ, και όχι εις εκείνους οπού οίκοθεν επορεύοντο, ή ήτο από τους αλλοεθνείς. Εις τους τοιούτους εμποδίζετο το νάμα. Αλλ' εις την ειδικήν μας ζωοδόχον πηγήν δεν μεταδίδεται το ύδωρ μόνον εις διωρισμένους τινάς, αλλ' αφθόνως προχείται εις όλους οπού πανταχόθεν έρχονται, και πίνουσιν αυτό μετά πίστεως και ευλαβείας , οι οποίοι ωφελούνται διπλώς, δηλαδή και την δίψαν των δροσίζουσι, και το μεγαλύτερον απολαμβάνουσι και χάριν ιεράν ουκ ολίγην.

Δ'. Προσέτι καμμίαν σύγκρισιν δεν έχει και το φρέαρ της Σαμαρείτιδος, από το οποίον έπιε και αυτός ο Ιησούς Χριστός, με τούτο το ύδωρ της ζωοδόχου πηγής. Μάλλον δε τολμώ να είπω , ότι εκείνο το ύδωρ οπού ο Χριστός έταξε να δώση εις την Σαμαρείτιδα ζων και αλλόμενον, να είναι αυτό της ζωοδόχου πηγής, ωσάν οπού εξέρχεται και ορμά με την χάριν του Ιδίου Χριστού, οπού συνέχεται εις τας αγκάλας της κυρίας Θεοτόκου, διά τούτο και υγιεινότερον από τα άλλα, και εις πάσαν νόσον επιτήδειον και ιαματικόν.

Ε'. Και το εν τη προβατική κολυμβήθρα εκτελούμενον θαύμα βέβαια μέγα ήτο. Αλλά τούτο εγίνετο εις μίαν μόνην ώραν του ολοκλήρου χρόνου, και εις ένα μόνον απέδιδε την ενέργειάν της η κολυμβήθρα αυτή, οπού έπασχεν από ασθένειαν. Καθώς απεδείχθη με τον Παράλυτον οπού διαλαμβάνει το Ευαγγέλιον, ος τις κατέκειτο εις αυτήν την κολυμβήθραν χρόνους τριάκοντα οκτώ, και δεν ηξιώθη της θεραπείας του.

Και τελευταίον, όταν στοχασθώμεν την θαυμάσιον ενέργειαν του ιερού ύδατος της ζωοδόχου πηγής, οπού γίνεται όχι εις μίαν μόνην ώραν του ενιαυτού, και εις ένα μόνον πάσχοντα, αλλ΄ουδέποτε παύει και εν ουδεμία ημέρα, από το να σώζη και να θεραπεύη τους ασθενούντας, όχι μόνον τους παρακαθημένους, αλλά και τους πόρρω κατά την πίστιν αυτών. Και εκείνο οπού ο Παράλυτος δεν επέτυχεν εις τοσάυτα έτη, τούτο εδώ πιστεύομεν ότι ημπορεί να γίνη όταν θέλη η κυρία Θεοτόκος εις καιρόν μίας ημέρας ή ώρας, χωρίς να ταραχθή το ύδωρ υπό του Αγγέλου, επειδή αυτή η κυρία Μήτηρ του Λόγου, και ανωτέρα των Αγγέλων μεταδίδει το νάμα ποθητόν και ιαματικόν προς πάσαν ασθένειαν. Όταν, λέγω, στοχασθώμεν όλα αυτά οπού ανωτέρω είπον, προς ποίον άλλον ύδωρ από τα παρ' ανθρώποις ευρισκόμενα ημπορούμεν να παραβάλλωμεν τούτο το ύδωρ της ζωοδόχου πηγής? Τάχα ημπορεί να το παραβάλλη τινάς με το νέκταρ, ή με την αμβροσίαν, ή με κανένα άλλο από τα ευώδη, κατά τους λόγους των ποιητών? Ή αρμοδιώτερον να το συγκρίνη με το μάννα, και με τον χειμάρρουν της τρυφής, ωσάν οπού μεταδίδει και το τοιούτον ύδωρ πολλάς τας χάριτας? Εγώ δεν έχω λόγον ικανόν να συγκρίνω αυτό το ιερόν ύδωρ, και να δώσω εις αυτό προσφυεστέραν ονομασίαν από εκείνην, με την οποίαν εκάλεσεν αυτό η ιδία Θεοτόκος, δηλαδή ιερόν ύδωρ της ζωοδόχου πηγής, διά του οποίου γίνονται πολλά και απόρρητα θαυμάσια.

Αλλά και ο τόπος της πηγής αυτής μοί φαίνεται να είναι ο κάλλιστος, τον οποίον εξελέξατο η Μήτηρ του Θεού, και με πολλάς χάριτας τον έκαμε περιφανέστερον. Πλήν και φυσικώτερον θεωρούμενον αυτό ύδωρ είναι εξαίρετον και υγιεινότερον, ως λεπτότατον, και καθαρώτατον, και υπό του αέρος περικυκλούμενον, και εκ τούτου συμβαίνει να είναι και ελαφρότατον, όπερ δείκνυται και με την πείραν, επειδή αν χύση τινάς άλλο ύδωρ επάνω εις την πηγήν αυτήν του αγιάσματος, εκείνο μεν βυθίζεται, το δε ζωήρρυτον ύδωρ της πηγής επιπολάζει, και υψούται διά την υπερβάλλουσαν κουφότητα, η οποία κουφότης του ιερού τούτου ύδατος δοκιμάζεται ακόμη και με το υγρόμετρον. Αυτό το ύδωρ είναι προς τούτοις και γλυκύ, και νοστιμώτατον, και πάντοτε χεόμενον και μεταδιδόμενον δεν εκλείπει, ωσάν οπού είναι υπηρέτης και συνεργός της φιλανθρωπότατης Μητρός του Ιησού Χριστού, και καθώς εκείνη έχει παντοτεινόν έργον το να μας ευεργετή, ούτω και η ζωοδόχος πηγή εκμιμούμενη κατά αλήθειαν, την ζωήρρυτον και αένναον χάριν της Θεομήτορος, πάντοτε προβάλλει το ρείθρον της πλουσιοπάροχον διά να αποπληρώση την χρείαν των δεομένων, από τους οποίους πολλοί, ως προείπομεν, νίψαντες με αυτό το ύδωρ τα ομμάτιά των ανέβλεψαν, άλλοι πίνοντες ιάτρευσαν το στήθος των, και άλλοι πάλιν επέτυχον δι΄ αυτού του ύδατος την θεραπείαν του πνεύμονος, άλλοι δε κλινήρεις όντες, διά της χύσεως του ύδατος αυτού ανορθώθησαν, και άλλοι πάλιν ιάτρευσαν τους ρευματισμούς οπού είχον, και έτερος άφωνος ών, διά της πόσεως αυτού προσέλαβε την φωνήν του. Και μάλιστα αεννάως το ύδωρ αυτό της ζωοδόχου πηγής θέλει εκτελή τα τοιαύτα θαύματα μέχρι της συντελείας του αιώνος, αλλ' ούτε θέλει παύση μεταδίδων άφθονα τα νάματα, να μεταδίδη απανταχού και την φήμην του. Έπαυσε μεν η Κασταλία, και ο εν Δελφοίς τρίπους του Απόλλωνος ανεφάνη ψευδής.

Αλλ' η κυρία Θεοτόκος δεν θέλει παύση από το να ωφελή διά του ιερού τούτου ύδατος ψυχικώς τε και σωματικώς τους ασθενείς τε και υγιείς, με το να έδωκεν εις αυτό την χάριν της, διά της οποίας απέκτησε μετρίαν τινά θαυμασίαν ποιότητα, όθεν φαίνεται γλυκύ μεν εις την πόσιν, αρμόδιον δε εις το λούσιμον, και τον μεν χειμώνα θερμόν, ψυχρόν δε κατά το καλοκαίριον, με όλα δηλαδή τα προτερήματα οπού είναι αναγκαία διά τα διάφορα πάθη του σώματος. Και μεταδίδει αυτάς του τας χάριτας ού μόνον εις τους ευσεβείς, αλλ' απλώς εις όλον το ανθρώπινο γένος, οποίου θρησκεύματος και οποίας φυλής και αν είναι. Καν διά να είπω με συντομίαν, τοσούτον μέγεθος και θαυμασιότητα έχει αυτή η πηγή, ώστε κάθε πάθος δεινόν, ή συμφορά συμβαίνουσα εις τους ανθρώπους, διά της φύσεως αυτού του ύδατος θαυμασίως εξαλείφεται. Και είναι ασύγκριτον τούτο το άχραντον και ιερόν ύδωρ, παραβαλλόμμενον με τα άλλα ύδατα του κόσμου, και υπερβαίνει όλα αυτά όχι μόνον με τα φυσικά του προτερήματα, αλλά μάλιστα επειδή η προστάτις αυτού κυρία Θεοτόκος είναι ανωτέρα από όλα τα αισθητά και άϋλα όντα και κτίσματα, και δικαίως ήθελε κριθή κάλλιστον και άριστον των υδάτων, διά την ψήφον οπού μόνη της η κυρία Θεοτόκος επέφερε, προκρίνασα να εμφιλοχωρή εις αυτό και να το κοσμήση με τόσας μεγάλας και ανεκδιηγήτας χάριτας και δεν θέλει εκείθεν να αναχωρήση, έως ού ο κόσμος συνίσταται.

Αλλ' ώ Πηγή αείρροε, ώ πέλαγος άπειρον θεόνυμφε Δέσποινα , οπού θεραπεύεις τον κόσμον, προχέουσα αυτό το ιερόν ύδωρ, οπού εγέννησες τον λυτρωτήν του κόσμου τον Λόγον του Θεού, δέχου και αυτόν τον λόγον οπού διαλαμβάνει ρανίδα τινά βραχυτάτην των πολλών θαυμασίων σου, ως μέρος ελάχιστον σταγόνος μέσα εις το πέλαγος των εγκωμίων σου. Και αντί τούτου απόδος ημίν το δαψιλέστατον ρείθρον, τον ζώντα, λέγω, Λόγον και ενυπόστατον διά να φωτίση τον νούν μας εις το καλύτερον, να μας καθαρίση από όλα τα θολερά και αλμυρά νάματα της αθεΐας και των αιρέσεων, και να μας ποτίση με τα γλυκύτατα και ζωήρρυτα νάματα της ευσεβείας, υπέρ μέλιτος και κηρίου γλυκάζοντα. Ότι αυτώ πρέπει πάσα δόξα τιμή και μεγαλοπρέπεια, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, τη πηγή και αιτία πάντων των αγαθών, και τώ Παναγίω και αγαθώ, και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, πάντοτε νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Κοντάκιον, ήχος πλ. δ΄. Πρός τό "Τή υπερμάχω".

Εξ ακενώτου σου Πηγής Θεοχαρίτωτε, επιβραβεύεις μοι πηγάζουσα τα νάματα, της σης χάριτος αένναε υπέρ λόγον, ώς γαρ τον Λόγον τετοκυΐαν υπέρ έννοιαν, ικετεύω σε δροσίσαι με τη σή χάριτι, ινά κράζω σοι χαίρε ύδωρ σωτήριον.

Μεγαλυνάριον. Πρός τό "Τήν τιμιωτέραν".

Ύδωρ το ζωήρρυτον της Πηγής, Μάννα το προχέον τον αθάνατον δροσισμόν, το νέκταρ το θείον, την ξένην αμβροσίαν, το μέλι το εκ πέτρας πίστει τιμήσωμεν.