Ακούστε την «Α΄προς Κορινθίους Επιστολή» του Αποστόλου Παύλου στα Νέα Ελληνικά

Ακούστε παρακάτω την «Α΄προς Κορινθίους Επιστολή» του Αποστόλου Παύλου στα Νέα Ελληνικά και με Ερμηνευτικά Σχόλια, μέσα από το Βιβλίο «Η Καινή Διαθήκη», του μεγάλου Θεολόγου και Φιλόλογου Νικολάου Σωτηρόπουλου.


Επιλέξτε Κεφάλαιο



Ο Άγιος και Πρωτοκορυφαίος Απόστολος Παύλος

«Εθνών σε κήρυκα και φωστήρα τρισμέγιστον, Αθηναίων διδάσκαλον, οικουμένης αγλάϊσμα, ευφροσύνως γεραίρομεν. Τους αγώνας τιμώμεν και τας βασάνους δια Χριστόν, το σεπτόν σου μαρτύριον. Άγιε Παύλε Απόστολε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών» (Απολυτίκιον)

Ο Απόστολος Παύλος γεννήθηκε στις αρχές του 1ου αιώνα (5-15 μ.Χ.) στην Ταρσό της Κιλικίας από Ιουδαίους γονείς, οι οποίοι κατάγονταν από τη φυλή του Βενιαμίν. Το όνομά του ήταν Σαούλ ή Σαύλος. Το Ρωμαϊκό όνομα Παύλος (από τη λατινική λέξη «paulus», που σημαίνει πολύ μικρός) το απέκτησε εξαιτίας του πατέρα του, ο οποίος είχε αποκτήσει τη Ρωμαϊκή υπηκοότητα, γεγονός που έδωσε στον Παύλο την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, όπως επίσης και σημαντικά προνόμια.

Οι γονείς του ως εύποροι που ήταν, έδωσαν στον φιλομαθή Παύλο υψηλή παιδεία, η οποία σε συνδυασμό με το αξιόλογο Ελληνιστικό πνευματικό κλίμα της Ταρσού, επέδρασε θετικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

Τόσο ο πατέρας του όσο και ο Παύλος ανήκαν στην αίρεση των Φαρισαίων. Αυτό σημαίνει πως από μικρός είχε καλλιεργήσει στην ανήσυχη ψυχή του, θέρμη και ζήλο για την πίστη του.

Στα νεανικά του χρόνια μετακομίζει στην Ιερουσαλήμ και σπουδάζει κοντά στον ονομαστό Νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ, δείχνοντας ιδιαίτερο ζήλο για τη διάσωση της θρησκείας του. Κάποια στιγμή τον συναντάμε συμμέτοχο στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, ενώ λίγο αργότερα φανατισμένο διώκτη των Χριστιανών.

Εξαιτίας του υπέρμετρου μάλιστα ζήλου του και του μίσους του κατά των πιστών του Ιησού, ζήτησε από τον Αρχιερέα να τεθεί επικεφαλής αποσπάσματος, το οποίο θα κατευθυνόταν προς τη Δαμασκό, προκειμένου να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εκεί Ιουδαίους που είχαν γίνει Χριστιανοί και να τους σύρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ.

Καθ’οδόν όμως έγινε το Μεγάλο Θαύμα. Ο διώκτης Παύλος είδε ένα εκτυφλωτικό φως, το οποίο τον έριξε από το άλογο και τον τύφλωσε. Ταυτόχρονα άκουσε μία φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;». Τότε ο τρομοκρατημένος Παύλος ρώτησε: «Ποιος είσαι, Κύριε;». Και η απάντηση ήταν: «Εγώ είμαι ο Ιησούς τον οποίον εσύ καταδιώκεις. Είναι σκληρό να κλωτσάς στα καρφιά. Αλλά σήκω και είσελθε στην πόλη και θα λεχθεί σε σένα το τι θα κάνεις».

Το συγκλονιστικό αυτό Γεγονός (που συνέβη γύρω στο 36 μ.Χ.) συντάραξε κυριολεκτικά τον Παύλο και τον έκανε να μετανοήσει ειλικρινά. Και αφού μπήκε στην πόλη, συναντήθηκε με τον επί κεφαλής της Εκκλησίας Ανανία, ο οποίος αφού τον θεράπευσε από την τύφλωση, τον κατήχησε και τον Βάπτισε.

Από τη στιγμή εκείνη και έπειτα, ο Παύλος έθεσε τον εαυτό του στην Υπηρεσία της Εκκλησίας. Και αφού προετοιμάστηκε επιμελώς, ανέλαβε να εκχριστιανίσει τους εθνικούς, τους ανθρώπους δηλαδή των διαφόρων εθνών οι οποίοι δεν ήταν Ιουδαίοι. Δικαίως λοιπόν η Εκκλησία μας τον ονόμασε «Απόστολο των εθνών».

Έτσι το 48 μ.Χ. ξεκίνησε την πρώτη μεγάλη Αποστολική περιοδεία του, με συνοδεία άξιων συνεργατών, όπως του Βαρνάβα και του Μάρκου (που τον ακολούθησε ως ένα σημείο). Πρώτος σταθμός τους ήταν η Σαλαμίνα και ύστερα η Πάφος της Κύπρου, όπου κήρυξαν και ίδρυσαν Εκκλησίες. Κατόπιν διάβηκαν στη Μικρά Ασία και περιόδευσαν στις πόλεις Πέργη της Παμφυλίας, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στο Ικόνιο, τα Λύστρα, την Δέρβη και αλλού.

Παρ’ όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν και τις διώξεις που υπέστησαν, το κήρυγμά τους σημείωσε επιτυχία. Σε όλες τις πόλεις ίδρυσαν τοπικές Εκκλησίες. Μέσω της Αττάλειας επέστρεψαν στην Αντιόχεια, όπου συναγαγόντες την Εκκλησία ανήγγειλαν όσα Εποίησε ο Θεός μετ’ αυτών και ότι Άνοιξε στα έθνη θύρα πίστεως.

Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Ιερουσαλήμ (48 μ.Χ.), η οποία έλυσε σοβαρά θέματα Ιεραποστολής. Σε αυτήν ο Παύλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο, αφού κατόρθωσε να πείσει ότι η αποστολή του Ιουδαϊσμού τελείωσε και πως η Χάρη του Θεού έρχεται σε κάθε άνθρωπο, που συντάσσεται με τον Χριστό.

Ύστερα με συνεργάτη του τον Σίλα αναχώρησε για την δεύτερη Αποστολική περιοδεία του. Μέσω της Συρίας και της Κιλικίας περιόδευσε στις πόλεις της Ασίας Δέρβη και Λύστρα. Εκεί (στα Λύστρα) συνάντησε τον ευσεβή και ένθερμο νέο Τιμόθεο, τον οποίο και πήρε μαζί του. Διάβηκαν την Φρυγία, την Γαλατία, έφτασαν στην Μυσία και κατόπιν στην Τρωάδα. Κατόπιν οράματος πέρασαν στη Μακεδονία και ίδρυσαν Εκκλησίες στους Φιλίππους, την Θεσσαλονίκη, την Βέροια, την Αθήνα και την Κόρινθο, στην οποία έμειναν περίπου ενάμισι χρόνο στο σπίτι του Ακύλα και της Πρίσκιλλας. Με το τέλος και της δεύτερης περιοδείας, ο Παύλος έφτασε στην Έφεσο και από εκεί μέσω Καισάρειας στην Ιερουσαλήμ. Κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια για ανάπαυση.

Σύντομα ανέλαβε να επιτελέσει και την τρίτη Αποστολική περιοδεία του. Επισκέφτηκε την Γαλατία, την Φρυγία και κατέληξε στην Έφεσο, όπου έμεινε τρία χρόνια διδάσκοντας και στηρίζοντας την Εκκλησία της μεγάλης ασιατικής αυτής πόλης. Μετά ήρθε στην Τρωάδα, πέρασε ξανά στους Φιλίππους, στην Θεσσαλονίκη, στην Βέροια, ίσως ακόμα και στην Ήπειρο και τερμάτισε στην Κόρινθο, όπου έμεινε τρεις μήνες.

Μέσω Τρωάδος, Μιλήτου και Καισάρειας έφτασε και πάλι στην Ιερουσαλήμ. Εκεί συνελήφθη ως ταραχοποιός και οδηγήθηκε σε δίκη. Ως Ρωμαίος πολίτης όμως, απαίτησε να δικαστεί στο αυτοκρατορικό δικαστήριο της Ρώμης. Γι’ αυτό αναχώρησε δέσμιος ακτοπλοϊκώς για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κοντά στη νήσο Μελίτη ναυάγησε το πλοίο και βγήκαν στην ξηρά, όπου κήρυξε και ίδρυσε και εκεί Εκκλησία. Τελικά έφθασε στη Ρώμη, όπου ύστερα από δύο χρόνια σχετικού περιορισμού δικάστηκε και αθωώθηκε.

Από τη Ρώμη έπλευσε στην Κρήτη, όπου άφησε φεύγοντας Επίσκοπο έναν εκλεκτό και πιστό συνεργάτη του, τον Τίτο. Έπειτα ανέβηκε στην Κόρινθο, στη Μακεδονία, ενώ επισκέφτηκε πιθανότατα και τη Νικόπολη της Ηπείρου, το Φθινόπωρο του 66 μ.Χ., όπου και παραχείμασε. Μετά πέρασε και πάλι στην Ασία, όπου αφήσε τον αγαπητό του συνοδό Τιμόθεο, αφού τον κατέστησε Επίσκοπο στην Έφεσο.

Η τέταρτη και τελευταία περιοδεία του Μεγάλου Αποστόλου τερματίστηκε στη Δύση. Έφτασε σύμφωνα με μαρτυρία του Αγίου Κλήμεντα Ρώμης στις εσχατιές της Δύσης, στην Ισπανία. Κατόπιν, κατάκοπος και τσακισμένος από τις κακουχίες κατέληξε στη Ρώμη. Κατάλαβε όμως το τέλος του και έγραψε στον αγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο: «Εγώ ήδη χύνομαι σαν σπονδή και ο καιρός της αναχώρησής μου έχει φθάσει».

Οι διωγμοί κατά των Χριστιανών, που είχε κηρύξει ο παράφρονας Νέρων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Παύλος κατέστη ο κύριος στόχος των ειδωλολατρών δημίων. Έτσι, γύρω στο 67 μ.Χ. συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε, σφραγίζοντας το κολοσσιαίο Ιεραποστολικό του Έργο με το Μαρτύριό του.

Ο Μεγάλος αυτός Απόστολος μας άφησε και δεκατέσσερις Επιστολές, οι οποίες κατέχουν σπουδαία θέση στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αυτές είναι οι εξής: 1) Προς Ρωμαίους, 2) προς Κορινθίους Α΄, 3) προς Κορινθίους Β΄, 4) προς Γαλάτας, 5) προς Εφεσίους, 6) προς Φιλιππησίους, 7) προς Κολοσσαείς, 8) προς Θεσσαλονικείς Α΄, 9) προς Θεσσαλονικείς Β΄, 10) προς Τιμόθεον Α΄, 11) προς Τιμόθεον Β΄, 12) προς Τίτον, 13) προς Φιλήμονα και 14) προς Εβραίους.

Ο Απόστολος Παύλος έγραψε όλες του τις Επιστολές από το 50 (περίπου) έως και το 67 μ.Χ., ενώ την «Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή» την έγραψε στην Έφεσο, μεταξύ του 55 και του 57 μ.Χ.

Η Εκκλησία μας τιμά τη Μνήμη του Αγίου και Πρωτοκορυφαίου (σε προσφορά) Αποστόλου Παύλου στις 29 Ιουνίου, την ίδια ημέρα που τιμά τη Μνήμη και του άλλου Αγίου και Πρωτοκορυφαίου (στην πίστη) Αποστόλου, του Πέτρου.